Μια μελέτη που έγινε σε συνεργασία από τους ερευνητές του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου του Σικάγο δείχνει ότι τα προγράμματα ευεξίας και υγείας των εργαζομένων που ακολουθούν πολλές επιχειρήσεις, δεν βελτιώνουν πραγματικά τα αποτελέσματα υγείας για τους εργαζομένους, ούτε μειώνουν το ποσό των χρημάτων που δαπανούν οι εταιρείες για την υγειονομική περίθαλψη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, παρόλο που οι εργαζόμενοι παρουσίαζαν βελτίωση στις συμπεριφορές υγείας όπως είναι η διαχείριση του βάρους τους και η τακτική άσκηση, τα προγράμματα ευεξίας δεν μείωσαν το κόστος υγειονομικής περίθαλψης στις εταιρείας, ούτε, μείωσαν τα ποσοστά απουσιών λόγω ασθένειας αλλά ούτε και βελτίωσαν τη συνολική εικόνα υγείας των εργαζομένων.
Τα ευρήματα της μελέτης, τα οποία δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «JAMA», έρχονται εν μέσω μιας επέκτασης στην υιοθέτηση προγραμμάτων ευεξίας που παρατηρείται διεθνώς. Τα προγράμματα αυτά αντιπροσωπεύουν τώρα μια βιομηχανία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ειδικά στις ΗΠΑ, με πάνω από το 80% των μεγάλων εταιρειών να εγγράφουν περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους.
Τα προγράμματα ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, από την παροχή μικρών κινήτρων για την εκτίμηση της υγείας ή την εγγραφή του εργαζόμενου σε ένα γυμναστήριο, ενώ, ζητούν από τους εργαζόμενους να απαντούν σε ερωτηματολόγια σχετικά με την υγεία ή να κάνουν εξετάσεις αίματος.
Σε μία από τις πρώτες μελέτες του είδους αυτού είναι αυτή, των Zirui Song και Katherine Baicker. Πρόκειται για μια μεγάλης κλίμακας μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη ανάλυση περισσότερων από 32.974 εργαζομένων αποθήκης που απασχολούνται από την BJ’s Wholesale Club σε 160 εργοτάξια για περίοδο 18 μηνών.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι μεταξύ των εργοστασίων που υλοποίησαν τα προγράμματα, 8,3% περισσότεροι εργαζόμενοι ανέφεραν ότι ασκούνταν τακτικά και 13,6% περισσότεροι ανέφεραν ότι πρόσεχαν το βάρος τους, σε σύγκριση με τους εργαζόμενους σε εταιρείες που δεν χρησιμοποίησαν τα προγράμματα.
Ωστόσο, στη μελέτη δεν διαφάνηκε βελτίωση των εργαζομένων στην υγεία, το βάρος, την ποιότητα του ύπνου, τα επίπεδα χοληστερόλης, την απουσία και την απόδοση στην εργασία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα προγράμματα έχουν αλλάξει κάποιες συμπεριφορές υγείας και ευαισθητοποίησης και αυτό είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα, δεδομένου ότι το πρώτο βήμα προς τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της υγείας πρέπει να είναι η μεγαλύτερη προσοχή και η πληροφόρηση. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτές οι αλλαγές είναι αρκετές για να μειώσουν την αρτηριακή πίεση ή να βελτιώσουν τον διαβήτη, για παράδειγμα. Η μελέτη δεν διαπίστωσε διαφορά στην υπέρταση και τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης μεταξύ των πειραματικών ομάδων και των ομάδων ελέγχου.
Η Baicker τονίζει ότι ένα χαρακτηριστικό που ήταν το κλειδί για τη διάκριση αυτής της μελέτης από την προηγούμενη έρευνα στην ευεξία στο χώρο εργασίας είναι η τυχαιοποίηση της. Πολλές προηγούμενες μελέτες είχαν περιορισμούς στους συμμετέχοντες γι αυτό και δεν κρίθηκαν επιτυχημένες.
Σχολιάζοντας τη μελέτη σε γενικές γραμμές, οι συντάκτες συμπεραίνουν ότι τα ευρήματα αυτά μπορεί να συγκρατήσουν τις προσδοκίες των εταιρειών για την οικονομική απόδοση της επένδυσης τους σε προγράμματα ευεξίας και το τι μπορούν να προσφέρουν βραχυπρόθεσμα.