Η Ελκώδης Κολίτιδα και η Νόσος Crohn, που συχνά αναφέρονται Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι του Εντέρου (ΙΦΝΕ), εκτιμάται ότι αφορούν σε τέσσερα εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα, επιδημιολογική μελέτη που έγινε στην Βορειοδυτική Ελλάδα την περίοδο 1982-2015 κατέληξε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι επίκειται αύξηση του αριθμού των ασθενών τα επόμενα χρόνια.
Χαρακτηριστική είναι η μελέτη που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2018 στο 17ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΙΦΝΕ στη Θεσσαλονίκη, και έδειξε ότι στην περιοχή που εστίασαν οι ερευνητές (Ήπειρο, Κέρκυρα και Λευκάδα), την περίοδο 1982-2002 το 0,13% διαγνώστηκε με ΙΦΝΕ εκ των οποίων το 62% ήταν άνδρες και το 38% γυναίκες. Οι άνδρες εμφάνισαν μεγαλύτερη συχνότητα, τόσο στη Νόσο Crohn (59,4%), όσο και στην Ελκώδη Κολίτιδα (62,6%).
Το χρονικό διάστημα 2003-2015, διαγνώστηκε με τη νόσο το 0,11% του υπό μελέτη πληθυσμού, εκ των οποίων το 64% ήταν άνδρες και το 36% γυναίκες. Οι άνδρες εμφάνισαν επίσης μεγαλύτερη συχνότητα τόσο στη νόσο του Crohn (66%) όσο και στην ελκώδη κολίτιδα (66%).
Η νόσος Crohn και η Ελκώδης Κολίτιδα έχουν παρόμοια συμπτώματα (κοιλιακό πόνο, απώλεια βάρους, πυρετό, αιμορραγία από το ορθό, φλεγμονή του δέρματος και των ματιών, διάρροια), αλλά είναι πολύ διαφορετικές στον τρόπο με τον οποίο προσβάλλουν τον πεπτικό σωλήνα.
Η κολονοσκόπηση σε συνδυασμό με άλλες διαγνωστικές εξετάσεις (αιματολογικές και ενδοσκοπικές-απεικονιστικές) οδηγούν στη διάγνωση των ΙΦΝΕ από τους Γαστρεντερολόγους. Η κολονοσκόπηση, θεωρείται μεν η «χρυσή σταθερά» για τη διάγνωση των ΙΦΝΕ, αλλά δεν είναι λίγοι οι ασθενείς που δυσανασχετούν και μόνο στην ιδέα της προετοιμασίας αλλά και της διενέργειας της σωτήριας αυτής εξέτασης.
Τα τελευταία χρόνια στην κλινική πρακτική έχει προστεθεί η μέτρηση της καλπροτεκτίνη στην διάγνωση αλλά και παρακολούθηση των ασθενών με ΙΦΝΕ.
Ο Καθηγητής Γαστρεντερολογίας Ιωάννης Κουτρουμπάκης εξηγεί τι είναι η καλπροτεκτίνη και κατά πόσο μπορεί πράγματι να μειώσει την ανάγκη διενέργειας κολονοσκόπησης.
«Η καλπροτεκτίνη είναι μια ετεροδιμερής πρωτεΐνη που διαδραματίζει ρυθμιστικό ρόλο στη φλεγμονώδη διαδικασία και η οποία απελευθερώνεται στον αυλό του εντέρου κατά την διάρκεια της ενεργοποίησης του κυτταρικού θανάτου. Υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στα κυκλοφορούντα πολυμορφοπύρηνα κοκκιοκύτταρα και βρίσκεται επίσης στα μονοκύτταρα, μακροφάγα και ηωσινόφιλα.
Η καλπροτεκτίνη έχει βρεθεί ότι υπάρχει σε πολλά ανθρώπινα βιολογικά υλικά όπως τα κόπρανα, τον ορό, το σάλιο, το εγκεφαλονωτιαίο υγρό και τα ούρα. Η μέτρηση της στα κόπρανα έχει καθιερωθεί με ευρεία χρήση σαν μέθοδος για την ανίχνευση πιθανής φλεγμονής στο έντερο.
Έχει το πλεονέκτημα ότι είναι χημικώς σταθερή και μπορεί να μετρηθεί σε δείγμα κοπράνων που έχει φυλαχτεί σε θερμοκρασία περιβάλλοντος για αρκετές ώρες».
Σε ότι αφορά τα ΙΦΝΕ η μέτρηση της καλπροτεκτίνη πως μπορεί να αξιοποιηθεί από τους Γαστρεντερολόγους;
«Έχει σημαντικό ρόλο σε ασθενείς με κοιλιακό άλγος και διαταραχές των κενώσεων στη διάκριση μεταξύ λειτουργικών προβλημάτων (π.χ. σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου) και οργανικών παθήσεων (ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, καρκίνος κ.λπ.). Ιδιαίτερα η αρνητική καλπροτεκτίνη καπράνων (<50 μg/g) έχει 99% θετική προγνωστική αξία υπέρ ύπαρξης λειτουργικής διαταραχής.
Εκτός του ότι είναι ένα χρήσιμο μέσο για τη διαφορική διάγνωση της ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (ΙΦΝΕ) και του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, η μέτρηση της καλπροτεκτίνης έχει πρόσφατα αξιοποιηθεί για την παρακολούθηση της κλινικής πορείας και τη βελτιστοποίηση της θεραπείας των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn.
Υπάρχουν πολλές μελέτες και μετα-αναλύσεις που έδειξαν αρκετά καλή συσχέτιση της τιμής καλπροτεκτίνης κοπράνων μ ν χειρουργηθεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παρακολούθηση με σκοπό την πρόληψη της μετεγχειρητικής υποτροπής. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι υπάρχουν και περιορισμοί στη μέτρηση της καλπροτεκτίνης, όπως ότι παρουσιάζει διακυμάνσεις στον χρόνο και ότι επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες όπως λήψη μη-στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, λοιμώξεις κ.λπ.
Συνήθως χρειάζονται διαδοχικές μετρήσεις (κάθε 1-3 μήνες) για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα και προς το παρόν δεν λαμβάνουμε αποφάσεις για τη θεραπεία με βάση τις τιμές καλπροτεκτίνης αλλά για την διενέργεια ή όχι κολονοσκόπησης τα ευρήματα της οποίας, αν γίνει, θα καθορίσουν τις τελικές αποφάσεις».
Στην Ελλάδα εφαρμόζεται και με ποια συχνότητα η μέτρηση της καλπροτεκτίνης;
«Στην Ελλάδα έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο αλλά με αρκετούς περιορισμούς. Δεν γίνεται στα περισσότερα κρατικά νοσοκομεία και το κόστος της δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Προς το παρόν γίνεται κυρίως με επιβάρυνση των ιδίων των ασθενών εκτός από περιορισμένες περιπτώσεις που καλύπτεται από προγράμματα υποστήριξης».
«Σε ασθενείς με κοιλιακό άλγος και διαταραχές κενώσεων χωρίς όμως να υπάρχουν ανησυχητικά συμπτώματα (αίμα στα κόπρανα, απώλεια βάρους, πυρετός κλπ) η χαμηλή καλπροτεκτίνη κοπράνων ενισχύει την διάγνωση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να αποφευχθεί η κολονοσκόπηση.
Επίσης σε ασθενείς με ΙΦΝΕ υπό παρακολούθηση η χαμηλή τιμή καλπροτεκτίνης κοπράνων έχει μεγάλη διαγνωστική αξία για την ύπαρξη νόσου σε φάση ύφεσης και οι κολονοσκοπήσεις στις περιπτώσεις αυτές μπορούν να περιοριστούν. Όταν, όμως, υπάρχουν ψηλές τιμές καλπροτεκτίνης ιδιαίτερα σε διαδοχικές μετρήσεις ακόμη και αν δεν υπάρχουν συμπτώματα πρέπει να γίνεται κολονοσκόπηση και αν υπάρχουν ενδοσκοπικά ευρήματα ενεργού νόσου να ρυθμίζεται ανάλογα η θεραπεία».
«Η ευρεία χρήση της καλπροτεκτίνης μπορεί περιορίσει σε κάποιο βαθμό και να κάνει περισσότερο επιλεκτική την χρήση της κολονοσκόπησης. Έχει τα πλεονεκτήματα ότι είναι αρκετά αξιόπιστη, μη επεμβατική και σχετικά φθηνή εξέταση έναντι της κολονοσκόπησης που είναι επεμβατική και ακριβή μέθοδος.
Όμως, η κολονοσκόπηση προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορεί να αντικατασταθεί γιατί εκτός του γεγονότος ότι εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη διαγνωστική ακρίβεια επιπλέον μέσω της κολονοσκόπησης γίνονται παρεμβάσεις, όπως λήψη βιοψιών και αφαίρεση πολυπόδων που έχουν μεγάλη αξία για την μείωση του κινδύνου του παχέος εντέρου. Χρειάζεται λοιπόν να γίνεται ο σωστός συνδυασμός τακτικών μετρήσεων καλπροτεκτίνης κοπράνων και διενέργειας κολονοσκόπησης μόνον όταν αυτή είναι αναγκαία για να έχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα».