Η πενικιλίνη ανακαλύφθηκε το 1928 από τον Αλέξανδρο Φλέμινγκ και άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρόλο που η πρώτη εκείνη πενικιλίνη δεν χρησιμοποιείται πια τόσο συχνά, τα παράγωγα της (όπως η γνωστή αμοξυκιλλίνη) είναι από τα πιο διαδεδομένα αντιβιοτικά. Πρόκειται για αντιβιοτικά αποτελεσματικά, με χαμηλό κόστος και έτσι εξαιρετικά χρήσιμα στην αντιμετώπιση συχνών και κοινών λοιμώξεων, όπως του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού, του δέρματος κλπ.
Είναι όμως και τα αντιβιοτικά με τις συχνότερα αναφερόμενες αλλεργικές αντιδράσεις καθώς υπολογίζεται ότι περίπου το 10% των ανθρώπων είναι «αλλεργικοί» στην πενικιλίνη. Αυτό συχνά οδηγεί στην αποφυγή της χρήσης τόσο των πενικιλινούχων σκευασμάτων όσο και των συγγενικών τους κεφαλοσπορινών, με αποτέλεσμα τη χρήση ακριβότερων, ευρύτερου φάσματος αντιβιοτικών και την ανάπτυξη πολυανθεκτικών μικροβίων.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Μελέτες έχουν δείξει ότι από τους ασθενείς που αναφέρουν αλλεργία στην πενικιλίνη, μόνο 10% έχουν πραγματική αλλεργία, ενώ η συχνότητα των αναφυλακτικών αντιδράσεων είναι μόλις 0,01%.
Η πενικιλίνη, όπως όλα τα φάρμακα, έχει κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες, συχνότερα ναυτία, εμετούς, δυσπεψία, εξανθήματα, στοματίτιδα και μυκητιάσεις. Αυτές όμως δεν πρέπει να συγχέονται με την αλλεργία.
Οι αληθείς αλλεργικές αντιδράσεις συνιστούν ανοσιακό φαινόμενο και προκαλούνται από IgE αντισώματα τα οποία προϋπάρχουν στον οργανισμό λόγω προηγούμενης λήψης του φαρμάκου. Αυτές οι αντιδράσεις τυπικά συμβαίνουν πολύ σύντομα (εντός μίας ώρας) από τη χορήγηση του φαρμάκου και συχνά σε ασθενείς οι οποίοι είχαν λάβει στο παρελθόν το ίδιο αντιβιοτικό χωρίς πρόβλημα.
Οι ήπιες ως μέτριες αντιδράσεις είναι συνήθως:
κνίδωση, δηλαδή ανυψωμένες κηλίδες με συνοδό φαγούρα, οι γνωστές μας «καντήλες»
οίδημα του δέρματος, συχνότερα πρήξιμο γύρω από τα χείλη και τα μάτια καθώς και στα άκρα.
Αυτές οι αντιδράσεις αντιμετωπίζονται με αντιισταμινικά και κορτικοστεροειδή από του στόματος ή και ενέσιμα.
Σπανιότερα παρουσιάζεται αναφυλακτική αντίδραση η οποία μπορεί να επιδεινωθεί ταχύτατα και να είναι θανατηφόρα με τα εξής συμπτώματα:
οίδημα στη γλώσσα, το λαιμό και τα χείλη
δύσπνοια, βήχα, σφίξιμο στο στήθος, συριγμό
ζάλη, υπόταση, απώλεια συνείδησης
Αυτά τα συμπτώματα απαιτούν άμεση αντιμετώπιση με αδρεναλίνη στο νοσοκομείο.
Η αληθής αλλεργία στην πενικιλίνη μπορεί πλέον να επιβεβαιωθεί με ειδικά δερματικά τεστ τα οποία γίνονται από αλλεργιολόγο. Το θετικό τεστ υποδηλώνει την παρουσία των ειδικών IgE αντισωμάτων και σημαίνει ότι το εξεταζόμενο άτομο δεν πρέπει να λαμβάνει αντιβιοτικά της οικογένειας των πενικιλινών. Αντίθετα, άτομα με ιστορικό «αλλεργίας» στην πενικιλίνη με αρνητική δερματική δοκιμασία δεν έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης αντιδράσεων απ’ ότι ο υπόλοιπος πληθυσμός και μπορούν να λάβουν τα αντιβιοτικά αυτά με σχετική ασφάλεια.
Η ορθή αναγνώριση των αλλεργικών στην πενικιλίνη ατόμων, είναι επομένως σημαντική προκειμένου όχι μόνο να αποφεύγεται η χορήγηση της όταν πραγματικά δεν πρέπει, αλλά να μπορούμε να δίνουμε αυτά τα αντιβιοτικά στους ασθενείς που τα χρειάζονται.