Η υπογονιμότητα αποτελεί πρόβλημα για αρκετά ζευγάρια, τα οποία αντιμετωπίζουν δυσκολίες τεκνοποίησης.
Το CDC αναφέρει ότι περίπου το 6% των γυναικών ηλικίας 15 έως 44 ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να κυοφορήσει, μετά από ένα χρόνο ερωτικών συνευρέσεων χωρίς κάποια προφύλαξη. Αντίστοιχα, η ανδρική υπογονιμότητα αγγίζει το 35%.
Εκτός από το στίγμα, που σχετίζεται με την υπογονιμότητα, καθώς τα προβλήματα σύλληψης αποτελούν ακόμα και σήμερα ταμπού, οι θεραπείες για την αντιμετώπισή της είναι συνήθως δαπανηρές. Αν και τα ποσοστά υπογονιμότητας είναι παρόμοια μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων, μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fertility and Sterility διαπίστωσε ότι οι λευκές γυναίκες, οι γυναίκες με ανώτατη εκπαίδευση και οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα έχουν διπλάσιες πιθανότητες να ακολουθήσουν μία θεραπεία γονιμότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη διαπίστωσε ότι το 80% των γυναικών που είχαν πτυχίο πανεπιστημίου επισκέφτηκαν κάποιον εξειδικευμένο γιατρό για τα προβλήματα γονιμότητας που αντιμετώπιζαν, σε σύγκριση με το 33% των γυναικών που είχαν πτυχίο γυμνασίου ή δημοτικού. Όσον αφορά στο εισόδημα, πάνω από τα δύο τρίτα των γυναικών με εισοδήματα υψηλότερα από 100.000 δολάρια ακολούθησαν μία θεραπεία, σε αντίθεση με εκείνες που είχαν χαμηλότερα εισοδήματα.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς η εύρεση της κατάλληλης θεραπείας μπορεί να απαιτεί εκτεταμένες εξετάσεις, επισκέψεις σε γιατρούς και δοκιμές για να βρεθεί λύση στο πρόβλημα, οι οποίες έχουν αυξημένο οικονομικό κόστος.
«Ελπίζουμε ότι τα ευρήματα αυτά θα οδηγήσουν σε περισσότερη έρευνα και αλλαγές πολιτικής για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στην πρόσβαση σε θεραπείες υπογονιμότητας», δήλωσε σε συνέντευξή της η επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, Angela Kelley, από το Von Voigtlander Women’s Hospital του Πανεπιστημίου του Michigan.