Το σωματικό βάρος και ύψος γέννησης δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την εμβρυϊκή ανάπτυξη αλλά και πως αναμένεται να εξελιχθεί υγεία του παιδιού, υποστηρίζουν Αμερικανοί ερευνητές.
Αμερικανοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο παράμετροι που δείχνουν από την στιγμή της γέννησης του ατόμου πόσο αυξημένο δια βίου κίνδυνο διατρέχει να εκδηλώσει καρδιακά προβλήματα.
Σε άρθρο που δημοσιεύεται στο Early Human Development, επιστημονική ομάδα του Ιατρικού Κολεγίου της Τζόρτζια και του Νοσοκομείου Παίδων της ίδιας πόλης, με επικεφαλής τον Δρ. Brian Stansfield από το Πανεπιστήμιο Augusta, εξηγούν ότι το σωματικό βάρος γέννησης καθώς και το ύψος δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την εμβρυϊκή ανάπτυξη αλλά και πως αναμένεται να εξελιχθεί το παιδί.
Στην παρούσα μελέτη, οι ειδικοί με βάση τον δείκτη Rohrer (που περιγράφει τη σχέση σωματικού βάρους και ύψους) αλλά και τον ευρύτερα χρησιμοποιούμενο Δείκτη Μάζας Σώματος, μπόρεσαν να προβλέψουν με ακρίβεια την εμβρυϊκή ανάπτυξη αλλά και δείκτες υγείας, όπως τα επίπεδα της χοληστερόλης και της αρτηριακής πίεσης σε όλα τα στάδια ανάπτυξης του παιδιού.
Συγκεκριμένα, ο χαμηλός δείκτης Rohrer ή ο χαμηλός ΔΜΣ κατά την γέννηση συσχετίστηκε με υψηλή χοληστερόλη ή υψηλή αρτηριακή πίεση μετέπειτα στη ζωή του ατόμου.
«Ιστορικό του σωματικού βάρους γέννησης έχει βρεθεί στο επίκεντρο των κλινικών μελετών συνδέοντας τα πρώιμα στάδια της ζωής του ανθρώπου με μετέπειτα προβλήματα υγείας. Αλλά όταν εστιάζουμε μόνο στο σωματικό βάρος γέννησης, μελετάμε το βάρος σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, γεγονός προβληματικό όταν πρόκειται να κάνουμε μια πρόβλεψη για το μέλλον», εξηγεί ο Δρ. Stansfield.
Ωστόσο είναι γνωστό ότι, η περιγεννητική ανάπτυξη, η οποία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, από τα γονίδια έως το περιβάλλον, όπως η υγεία και οι συνήθειες της μητέρας (όπως το κάπνισμα, η διατροφή και ο διαβήτης κύησης) έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της καρδιάς και μελέτες σε πειραματόζωα αλλά και ανθρώπους έχουν συσχετίσει το χαμηλό σωματικό βάρος με καρδιακά προβλήματα και θάνατο.
Στη νέα μελέτη, οι ειδικοί υπέθεσαν ότι ο δείκτης Rohrer ή ο ΔΜΣ κατά την γέννηση μπορεί να αποτελέσουν καλύτερους προγνωστικούς δείκτες της ανάπτυξης της καρδιάς και της μελλοντικής καρδιακής λειτουργίας συγκριτικά με μόνο το σωματικό βάρος γέννησης.
Σε δείγμα 379 υγιών εφήβων 14-18 ετών, που οι γονείς τους είχαν δώσει πληροφορίες για το σωματικό βάρος και ύψος γέννησης, υπολογίστηκαν ο ΔΜΣ και ο δείκτης Rohrer. Με υπερηχοκαρδιογράφημα αξιολογήθηκε η κατάσταση της αριστερής καρδιακής κοιλίας για τυχόν ευρήματα υπερτροφίας, όπως πάχυνση των τοιχωμάτων και μικρότερη αντλούμενη ποσότητα αίματος.
Εν συνεχεία οι ερευνητές μελέτησαν τη σχέση σωματικού βάρους γέννησης και ΔΜΣ γέννησης και δομής και λειτουργίας της αριστερής καρδιακής κοιλίας των παιδιών. Ακόμα συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και η σωματική δραστηριότητα, καθώς τα παιδιά είχαν φορέσει συσκευές μέτρησης της κίνησης για επτά ημέρες.
Την περίοδο που έγινε η έρευνα το 25% των εφήβων είχαν παχυσαρκία ή ήταν υπέρβαροι, ενώ οι περισσότεροι είχαν ΔΜΣ με ανοδικές τάσεις, γεγονός όχι καλό για την υγεία τους.
Τα παιδιά αυτά είχαν 30% πιθανότητες να εξελιχθούν σε παχύσαρκους ενήλικες έναντι αυτών με φθίνοντα ΔΜΣ. Επίσης είχαν 40% αύξηση του κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους, καθώς και περισσότερες πιθανότητες να έχουν υψηλότερη συστολική πίεση.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσαν ότι όσοι είχαν χαμηλό δείκτη Rohrer (δηλαδή ύψος και βάρος που δεν συγχρονίζονται κατά την ανάπτυξη του εμβρύου) είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν αυξημένος μέγεθος της αριστερής καρδιακής κοιλίας, παράγοντας κινδύνου για μελλοντική εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του εμβρύου μπορούν επίσης να επηρεάζουν την ανάπτυξη της καρδιάς, με αλλαγές που είναι μόνιμες και έχουν επιπτώσεις στην λειτουργία και την καρδιαγγειακή υγεία των ενηλίκων», αναφέρει ο Δρ. Brian Stansfield.
Επίσης, η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να διαχωρίσει τα βρέφη που γεννιούνται μικρά λόγω γονιδίων (μικρόσωμοι γονείς τείνουν να αποκτούν μικρόσωμα παιδιά) και αυτά που αποτυγχάνουν να πετύχουν τα ενδομήτρια αναπτυξιακά ορόσημα για διάφορους λόγους.
«Προσπαθούμε να μάθουμε πως να κατηγοριοποιούμε σωστά τα παιδιά τη στιγμή της γέννησης ώστε να ξέρουμε στη συνέχεια ποια πρέπει να έχουμε υπό στενή ιατρική παρακολούθηση για τυχόν μετέπειτα προβλήματα υγείας», συμπληρώνει ο ερευνητής.
Και καταλήγει λέγοντας ότι ακόμα και οι επαγγελματίες υγείας που φροντίζουν ενήλικες ασθενείς θα πρέπει να έχουν επίγνωση των πολύτιμων πληροφοριών που κρύβουν το σωματικό βάρος γέννησης και το ύψος ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιακών και άλλων προβλημάτων. Γι’ αυτό και έχει αξία η καλή τήρηση ιατρικών ψηφιακών αρχείων ώστε τα στατιστικά αυτά δεδομένα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα.