Η διπολική διαταραχή κατατάσσεται στις διαταραχές της διάθεσης, στις οποίες το αίσθημα ελέγχου των συναισθημάτων χάνεται και ο ασθενής βιώνει τις αλλαγές της διάθεσής του με μεγάλη δυσφορία.
Έτσι, είναι δυνατόν κάποιος να παρουσιάζει καταθλιπτικά ή μανιακά και υπομανιακά επεισόδια. Τα καταθλιπτικά επεισόδια χαρακτηρίζονται στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (και τυπικά για τουλάχιστον δύο εβδομάδες συνεχώς) από αίσθημα στενοχώριας, απώλειας της ευχαρίστησης ακόμα και από πράγματα που, ευχαριστούσαν τον ασθενή παλιότερα, διαρκές αίσθημα κόπωσης, δυσκολία στην εργασία και στις καθημερινές δραστηριότητες, διαταραχές της όρεξης και του ύπνου, απαισιοδοξία σκέψης και αισθήματα αναξιότητας με τάσεις αυτοκτονίας. Τα μανιακά επεισόδια είναι το αντίθετο των καταθλιπτικών.
Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι αυτό της υπερβολικής χαράς και της ευφορίας, αλλά και του εύκολου εκνευρισμού, με αποτέλεσμα συχνούς καβγάδες και διαπληκτισμούς. Επίσης, η αυτοπεποίθηση είναι υπερτονισμένη και ο ασθενής αισθάνεται σπουδαίος, δυνατός και το επίκεντρο του κόσμου. Υπάρχει μεγάλη αντοχή στην κόπωση και μειωμένη ανάγκη για ύπνο, υπερδραστηριότητα (συνήθως με χαοτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώνονται οι δουλειές), έντονη ομιλητικότητα και διάθεση για αστεϊσμούς και απώλεια της επίγνωσης των συνεπειών των πράξεων, με αποτέλεσμα παράτολμες συμπεριφορές, που μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη σωματική ακεραιότητα, ξόδεμα μεγάλων χρηματικών ποσών άσκοπα κ.λπ. Τα υπομανιακά επεισόδια μοιάζουν με τα μανιακά, αλλά είναι ηπιότερα.
Η διαταραχή των διασήμων;
Υπάρχει η αντίληψη -αλλά και η ιστορική καταγραφή- ότι με κάποιο είδος διαταραχής διάθεσης έχουν διαγνωστεί πολλοί διάσημοι και χαρισματικοί του τωρινού αλλά και του περασμένου αιώνα. Η Marilyn Monroe, ο Ernest Hemingway, o Jimi Hendrix, o Mel Gibson, o Kurt Cobain, η Catherine Zeta Jones, πολιτικοί, εκδότες και γενικά άνθρωποι φαινομενικά εξωστρεφείς, λαμπεροί και δημιουργικοί με καλλιτεχνικές δεξιότητες φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην ασθένεια. Στατιστικά πάντως δεν επιβεβαιώνεται ότι τα άτομα αυτά είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν τη διαταραχή.
Στην ουσία πρόκειται για μια σχετικά συχνή διαταραχή, μάλλον συχνότερη από ό,τι πιστευόταν παλιότερα. Πλέον, με την καλύτερη κατανόηση της φύσης της διαταραχής, έχουμε καταλήξει να μιλάμε όχι για διπολική διαταραχή, αλλά για διαταραχές του διπολικού φάσματος. Δηλαδή, υπάρχουν οι τυπικές μορφές της διαταραχής, με τις χαρακτηριστικές εναλλαγές μανιακών και καταθλιπτικών επεισοδίων, αλλά υπάρχουν και πολλές άτυπες μορφές με ηπιότερη συνήθως κλινική εικόνα. Η τυπική μορφή της διαταραχής εμφανίζεται περίπου στο 2,4% του πληθυσμού, αλλά μαζί με τις άτυπες μορφές τα συνολικά ποσοστά του διπολικού φάσματος φτάνουν ως και το 7,8%. Η ηλικία έναρξης είναι κατά μέσο όρο τα 30 έτη και το ηλικιακό φάσμα 18-25 είναι αυτό με τα μεγαλύτερα ποσοστά έναρξης.
Η διπολική διαταραχή δεν έχει κάποια προτίμηση ως προς τα φύλα. Ανδρες και γυναίκες αρρωσταίνουν εξίσου. Οι άνδρες πάντως εκδηλώνουν συχνότερα από τις γυναίκες μανιακά επεισόδια, ενώ οι γυναίκες υπερτερούν στη συχνότητα καταθλιπτικών επεισοδίων.
Διάγνωση, συμβίωση και θεραπεία
Επειδή συνήθως η έναρξη της διαταραχής γίνεται με την εμφάνιση καταθλιπτικών επεισοδίων και μόνο μετά από αρκετό καιρό εκδηλώνονται μανιακά επεισόδια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στη διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε νεαρά άτομα, διότι μπορεί να πρόκειται για τα πρώτα καταθλιπτικά επεισόδια διπολικής διαταραχής που ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί πλήρως. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη και να απαιτεί παρακολούθηση του ασθενούς για αρκετό καιρό -ακόμα και για χρόνια- μέχρι να οριστικοποιηθεί.
Η διάγνωση γίνεται από ψυχίατρο με την κλινική ψυχιατρική εξέταση. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχουν θεσπίσει διαγνωστικά κλινικά κριτήρια, τα οποία και πρέπει να πληρούνται. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις που να χρησιμεύουν στη διάγνωση της διαταραχής, αλλά γίνονται αιματολογικές εξετάσεις, απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου και ηλεκτροεγκεφαλογράφημα για τον αποκλεισμό τυχόν οργανικών παθήσεων που μπορεί να παρουσιάζουν κλινική εικόνα παρόμοια με της διπολικής διαταραχής.
Οι ασθενείς αρχικά δυσκολεύονται να έχουν επίγνωση της κατάστασής τους και να αποδεχτούν τη διάγνωση. Νιώθουν άρρωστοι συνήθως μόνο όταν εκδηλώνουν καταθλιπτικά επεισόδια και τότε αναζητούν ψυχιατρική βοήθεια και θεραπεία. Είναι δυσκολότερη η επίγνωση όταν παρουσιάζουν μανιακό επεισόδιο λόγω του ευχάριστου χαρακτήρα του, της ανεβασμένης διάθεσης και της υπερτονισμένης αυτοπεποίθησης, καθώς και της ανάγκης να αισθανθούν χαρούμενοι και δραστήριοι.
Το βασικό στη θεραπεία είναι η ανάπτυξη συμμαχίας με τον γιατρό ώστε να είναι εφικτή η αποδοχή της διάγνωσης και η επίγνωση της διαταραχής. Επίσης, σημαντική είναι η πρόληψη των υποτροπών. Συνήθως χρειάζεται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, αυτό όμως θα κριθεί από τη βαρύτητα της διαταραχής και τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή του ασθενούς. Δεν αποκλείεται ασθενείς με ήπιες μορφές της πάθησης να είναι καλά μόνο με ψυχοθεραπεία και τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση. Η θεραπεία εξατομικεύεται και λαμβάνεται υπόψη ότι πρόκειται για μια χρόνια πάθηση.
Τα βασικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι οι λεγόμενοι σταθεροποιητές του συναισθήματος. Αυτοί είναι δύο κατηγοριών, τα άλατα λιθίου και ορισμένα αντιεπιληπτικά. Δρουν τόσο θεραπευτικά όσο και ως προφύλαξη από την εκδήλωση νέων επεισοδίων. Συνοδευτικά και σε περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στους σταθεροποιητές προστίθενται φάρμακα της κατηγορίας των αντιψυχωτικών και των ηρεμιστικών.
Υπάρχει μεγάλη διχογνωμία για τη χρησιμότητα των αντικαταθλιπτικών στα καταθλιπτικά επεισόδια της διπολικής διαταραχής. Οι μέχρι τώρα μελέτες δεν έχουν δείξει κάποια ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, ενώ έχουν ενοχοποιηθεί για πυροδότηση μανιακών επεισοδίων, γι’ αυτό η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία συνιστά να μη χορηγούνται. Στην πράξη πάντως και ειδικά σε ασθενείς με βαριά καταθλιπτικά επεισόδια μπορεί να δοθούν αντικαταθλιπτικά, πάντα όμως μαζί με σταθεροποιητές του συναισθήματος και υπό στενή ψυχιατρική παρακολούθηση.
Σε σοβαρές περιπτώσεις, και ειδικά όταν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική υγεία και ακεραιότητα του ασθενούς, μπορεί να απαιτηθεί και βραχυχρόνια νοσηλεία. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η φαρμακευτική αγωγή σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία κυρίως γνωσιακής ή ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης έχει καλύτερα αποτελέσματα από τη χορήγηση μόνο φαρμακευτικής αγωγής.
Παρεμβάσεις μπορεί να χρειαστούν και στο οικογενειακό περιβάλλον. Αν υπάρχουν προβλήματα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, αυτά μπορεί να επιδεινώνουν την πάθηση, η οποία μπορεί να βάλει σε μεγάλη δοκιμασία τις σχέσεις του ασθενούς με τους δικούς του ανθρώπους.
Συχνά οι συγγενείς δεν κατανοούν τη συμπεριφορά των ασθενών και χρειάζεται να τους εξηγηθεί ότι πρόκειται για συμπτώματα μιας πάθησης, η οποία είναι βέβαια χρόνια, αλλά με την κατάλληλη θεραπεία οι ασθενείς μπορούν να έχουν μια φυσιολογική καθημερινότητα. Έτσι οι συγγενείς δεν χρειάζεται να φοβούνται ή να αγανακτούν και να απογοητεύονται, αλλά να δείχνουν κατανόηση, να ξέρουν να αναγνωρίζουν έγκαιρα μια υποτροπή και να είναι υποστηρικτικοί προς τον άνθρωπό τους που πάσχει. Τέλος, δεν πρέπει να διστάζουν να φροντίζουν ώστε ο άνθρωπός τους να επισκέπτεται τον γιατρό του όταν χρειάζεται και να λαμβάνει κανονικά την αγωγή του, γιατί η πρόληψη των υποτροπών είναι το σημαντικότερο κομμάτι της θεραπείας.