Η υπέρταση είναι ένας από τους σημαντικότερους και συχνότερους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο τόσο για εγκεφαλικό επεισόδιο όσο και για έμφραγμα. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στην αντιμετώπισή της, το πρόβλημα παραμένει σοβαρό επειδή στα περισσότερα υπερτασικά άτομα δεν επιτυγχάνεται καλή ρύθμιση της πίεσης.
Οι αντιϋπερτασικές παρεμβάσεις σε επίπεδο πληθυσμού συναντούν ως εμπόδιο τις λανθασμένες αντιλήψεις που έχουν από χρόνια επικρατήσει στο κοινό.
Τους «μύθους » αυτούς επιχειρεί να διαλύσει το κείμενο που ακολουθεί.
ΜΥΘΟΣ 1. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την υπέρταση είναι να πάθει ο άρρωστος εγκεφαλική αιμορραγία από απότομη αύξηση της πίεσης
ΑΛΗΘΕΙΑ: Ο κίνδυνος αυτός είναι αμελητέος. Η υπέρταση δρα μακροχρόνια βλάπτοντας το τοίχωμα των αρτηριών. Τις πιο πολλές φορές, το εγκεφαλικό επεισόδιο δεν προκαλείται από αιμορραγία, αλλά από απόφραξη εγκεφαλικής αρτηρίας, δηλαδή με τον ίδιο μηχανισμό με τον οποίο προκαλείται το έμφραγμα. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος άμεσης πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου είναι πολύ μεγαλύτερος όταν ελαττώνεται απότομα απ’ όσο όταν αυξάνεται απότομα η αρτηριακή πίεση σε ένα υπερτασικό άτομο.
ΜΥΘΟΣ 2. Επικίνδυνη είναι η αύξηση της διαστολικής («μικρής») κυρίως και όχι τόσο της συστολικής («μεγάλης») πίεσης
ΑΛΗΘΕΙΑ: Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση της συστολικής πίεσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου για νόσο της καρδιάς και των αγγείων εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, με την αύξηση της διαστολικής πίεσης, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. στους ηλικιωμένους ασθενείς) η ρύθμισή της είναι σαφώς δυσκολότερη από τη ρύθμιση της διαστολικής.
ΜΥΘΟΣ 3. Η υπέρταση προκαλεί ρινορραγία, η οποία απαιτεί επείγουσα αντιμετώπιση
ΑΛΗΘΕΙΑ: Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ρινορραγία προέρχεται από κάποια φλέβα. Δεν έχει, επομένως, σχέση με την πίεση μέσα στις αρτηρίες ούτε αποτελεί μηχανισμό προστασίας (δεν «ανοίγει» δηλαδή η μύτη για να φύγει το περισσευούμενο αίμα), αλλά οφείλεται σε τοπικούς λόγους. Η αύξηση της αρτηριακής πίεσης είναι το αποτέλεσμα της ανησυχίας που προκαλεί στον άρρωστο η ρινορραγία και όχι το αίτιο της τελευταίας. Η μόνη περίπτωση που δικαιολογεί επείγουσα αντιμετώπιση της αρτηριακής πίεσης είναι η εξαιρετικά σπάνια αιμορραγία από αρτηρία, κατά την οποία το αίμα τινάζεται σαν πίδακας κατά ώσεις.
ΜΥΘΟΣ 4. Σε ελαφρές περιπτώσεις υπέρτασης αρκεί η χορήγηση ορισμένων αντιϋπερτασικών φαρμάκων (π.χ. διουρητικών) δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα
ΑΛΗΘΕΙΑ: Ένα άτομο ή είναι υπερτασικό ή δεν είναι. Αν είναι υπερτασικό, πρέπει να παίρνει ένα φάρμακο τόσο συχνά όσο χρειάζεται ώστε να εξασφαλίζεται καθημερινή δράση σε 24ωρη βάση, άρα τουλάχιστον μια φορά την ημέρα. Αν δεν είναι υπερτασικό, τότε δεν χρειάζεται να παίρνει καθόλου αντιϋπερτασικά φάρμακα.
ΜΥΘΟΣ 5. Η φαρμακευτική θεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται αμέσως μετά τη διαπίστωση της υπέρτασης, για να προλαμβάνονται οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η αύξηση της αρτηριακής πίεσης
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η πρόκληση βλάβης από την υπέρταση είναι μια μακροχρόνια διαδικασία. Όχι σπάνια, άτομα με τιμές διαστολικής («μικρής») πίεσης 90-95 mmHg ή τιμές συστολικής («μεγάλης») πίεσης 140-150 mmHg, παρουσιάζουν υποχώρηση των τιμών της αρτηριακής τους πίεσης σε κανονικά επίπεδα χωρίς φαρμακευτική θεραπεία, αλλά με τροποποίηση των διατροφικών τους συνηθειών, απώλεια βάρους, και αερόβια άσκηση. Για το λόγο αυτό, δεν είναι σκόπιμο να σπεύδει κανείς να τους χορηγήσει φάρμακα, πριν βεβαιωθεί ότι η αύξηση είναι μόνιμη και όχι παροδική.
ΜΥΘΟΣ 6. Η απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε υψηλά επίπεδα (π.χ.220/110 mmHg) είναι «υπερτασική κρίση» και πρέπει να αντιμετωπίζεται αμέσως με λήψη υπογλώσσιων χαπιών, γιατί αποτελεί «επείγον περιστατικό» που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή
ΑΛΗΘΕΙΑ: Αυτή καθεαυτή η τιμή της αρτηριακής πίεσης ή η ταχύτητα ανόδου της δεν αποτελούν κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια κατάσταση επείγουσα. Τέτοιες αυξήσεις μπορούν να συμβούν και σε φυσιολογικά άτομα κάτω από συνθήκες στρες. Σημασία έχει η μακροχρόνια και όχι η περιστασιακή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις «αιχμών» υψηλής πίεσης, η αύξηση της τελευταίας είναι δευτεροπαθής, δηλαδή αποτέλεσμα ψυχικής αναστάτωσης (π.χ. άγχους, στενοχώριας, φόβου, συγκίνησης ή θυμού) ή σωματικών ενοχλημάτων (π.χ. ημικρανίας, οσφυαλγίας, ιλίγγου ή δύσπνοιας). Επιπλέον, εντυπωσιακή αύξηση της πίεσης μπορεί να προκληθεί από ορισμένα φάρμακα (π.χ. μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, κορτικοειδή, ή αποσυμφορητικά).
Η χρησιμοποίηση υπογλώσσιων χαπιών για την ταχεία μείωση της πίεσης όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά λόγω της απότομης και μεγάλης πτώσης της πίεσης που προκαλεί μπορεί να ελαττώσει την παροχή αίματος από τις στενωμένες αρτηρίες με αποτέλεσμα έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, ιδίως σε ηλικιωμένους ή αρρώστους με αρτηριοσκλήρυνση. Γενικά, υπογλώσσια φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται στην υπέρταση, αλλά μόνο στη στηθάγχη (πόνος στο στήθος από ισχαιμία της καρδιάς). Ο όρος «υπερτασική κρίση» είναι λανθασμένος και παραπλανητικός και πανικοβάλλει τα υπερτασικά άτομα, επειδή υποδηλώνει την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης μιας «επείγουσας κατάστασης», που, εκτός από λίγες ειδικές περιπτώσεις (π.χ. οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, πνευμονικό οίδημα, εκλαμψία, διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, υπερτασική εγκεφαλοπάθεια) είναι ανύπαρκτη.
ΜΥΘΟΣ 7. Ο υπερτασικός είναι σε θέση να καταλαβαίνει πότε ανεβαίνει η πίεσή του με βάση τα συμπτώματα που του προκαλεί
ΑΛΗΘΕΙΑ: Με εξαίρεση την εξαιρετικά σπάνια υπερτασική εγκεφαλοπάθεια, δεν έχει αποδειχθεί συσχέτιση του ύψους της πίεσης με την εμφάνιση συμπτωμάτων όπως ο πονοκέφαλος, η ζάλη, τα βουητά στα αυτιά, ή οι εξάψεις, που συχνά αναφέρονται από τους αρρώστους. Τα πιο πάνω ενοχλήματα συνήθως οφείλονται σε κάποια άλλη αιτία και συσχετίζονται από τους ασθενείς με την υπέρταση, γιατί η πίεση στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να βρεθεί αυξημένη λόγω του συνοδού ψυχοσωματικού στρες. Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί: δηλαδή, η ανησυχία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι τα συμπτώματα οφείλονται στην αυξημένη πίεση – η οποία συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο – μπορεί να ανεβάσει την πίεση. Η λανθασμένη αντίληψη ότι η αύξηση της αρτηριακής πίεσης γίνεται υποκειμενικά αισθητή, οδηγεί σε περιστασιακή λήψη φαρμάκων μόνο όταν υπάρχουν συμπτώματα, ενώ το σωστό είναι να εφαρμόζεται σταθερή θεραπεία όταν διαπιστώνονται αυξημένες τιμές πίεσης σε μετρήσεις ανεξάρτητες από την παρουσία συμπτωμάτων. Η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά κανόνα δεν γίνεται αισθητή και δεν προκαλεί συστηματικά συμπτώματα. Τα ενοχλήματα από την υψηλή πίεση, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις επιπλοκές της, που συνήθως εμφανίζονται μετά από χρόνια, γι’ αυτό και η υπέρταση έχει χαρακτηριστεί «βουβός δολοφόνος».
ΜΥΘΟΣ 8. Στους ηλικιωμένους υπερτασικούς η πίεση δεν πρέπει να ελαττώνεται επειδή τα διάφορα όργανα, όπως ο εγκέφαλος και τα νεφρά, έχουν συνηθίσει να λειτουργούν με αυτή την πίεση
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η σταδιακή μείωση της αρτηριακής πίεσης όταν είναι αυξημένη, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου νόσησης και θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα στους ηλικιωμένους, όπως ακριβώς και στους νέους. Το όφελος μάλιστα των ηλικιωμένων από τη θεραπεία είναι ακόμα μεγαλύτερo, ακριβώς επειδή – λόγω ηλικίας και συνοδών διαταραχών – κινδυνεύουν περισσότερο. Αυτό αφορά και τους πολύ ηλικιωμένους υπερτασικούς (> 80 ετών) με την προϋπόθεση ότι η πίεση δεν ελαττώνεται σταθερά κάτω από 120/60 mmHg.
ΜΥΘΟΣ 9. Υπάρχει μια μορφή αύξησης της πίεσης, η καλούμενη «νευροπίεση», που είναι λιγότερο επικίνδυνη από την πραγματική υπέρταση και που – έτσι και αλλιώς – δεν μπορεί να ελεγχθεί, επειδή εξαρτάται από εξωτερικές συγκινησιακές επιδράσεις
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η συγκινησιακή επίδραση στην αρτηριακή πίεση ισχύει για όλα τα άτομα, υπερτασικά και μη. Έτσι σε ένα φυσιολογικό άτομο που οδηγεί και πατάει φρένο για να μη σκοτώσει έναν πεζό, η συστολική πίεση μπορεί να φθάσει στα 220 mmHg, αλλά ο κίνδυνος από την υπέρταση εξαρτάται αποκλειστικά από το ύψος της πίεσης σε συνθήκες ηρεμίας. Αθώα υπέρταση του τύπου της «νευροπίεσης» δεν υπάρχει.
ΜΥΘΟΣ 10. Αν δεν επιτευχθεί ο στόχος της θεραπείας (αρτηριακή πίεση μικρότερη από 140/90 mmHg) μέσα σε μια εβδομάδα ή δέκα το πολύ ημέρες, το θεραπευτικό σχήμα πρέπει να τροποποιείται
ΑΛΗΘΕΙΑ: Τα περισσότερα αντιϋπερτασικά φάρμακα χρειάζονται τουλάχιστο μια βδομάδα για να εκδηλώσουν τη δράση τους και περίπου ένα μήνα για να δείξουν τη μέγιστη αποτελεσματικότητά τους. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αυξάνεται η δόση του πρώτου φαρμάκου, να αντικαθίσταται αυτό από κάποιο άλλο ή να προστίθεται δεύτερο φάρμακο πριν περάσει ένας τουλάχιστο μήνας από την έναρξη του αρχικού θεραπευτικού σχήματος, ιδίως σε περιπτώσεις ήπιας υπέρτασης που αποτελούν και την πλειονότητα των περιπτώσεων.
ΜΥΘΟΣ 11. Τα υπερτασικά άτομα πρέπει να έχουν μαζί τους ένα πιεσόμετρο καρπού ώστε να μετρούν την πίεσή τους όταν δεν νιώθουν καλά και να παίρνουν επιπλέον φάρμακο αν τη βρουν υψηλή
ΑΛΗΘΕΙΑ: Οι μετρήσεις της πίεσης εκτός του ιατρείου είναι χρήσιμες για την αξιολόγηση της πίεσης και τη διάγνωση της υπέρτασης, αλλά κυρίως για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της ρύθμισης της πίεσης. Αξιόπιστες μετρήσεις της πίεσης στο σπίτι μπορούν να γίνουν με υδραργυρικό ή μεταλλικό πιεσόμετρο (σαν ρολόι με περιστρεφόμενη βελόνα) και ακουστικά, ή – πιο εύκολα – με αυτόματο ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Αν και τα υδραργυρικά πιεσόμετρα είναι τα εργαλεία αναφοράς, τα τελευταία χρόνια βρίσκονται διεθνώς σε διαδικασία απόσυρσης για λόγους ασφαλείας. Έτσι, για την παρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι, η χρησιμοποίηση ενός απλού μεταλλικού ή ενός ηλεκτρονικού πιεσόμετρου είναι αποδεκτή, με την προϋπόθεση ότι έχει ελεγχθεί η αξιοπιστία τους.
Σήμερα προτιμώνται γενικά τα αυτόματα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα, γιατί χρειάζεται ελάχιστη εκπαίδευση για τη χρήση τους και οι μετρήσεις γίνονται με αντικειμενικό τρόπο. Ελάχιστα, όμως, από τα ηλεκτρονικά πιεσόμετρα που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν τεκμηριωμένη αξιοπιστία. Πληροφορίες για τα αξιόπιστα πιεσόμετρα είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο στη διεύθυνση www.dableducational.org ή www.hypertension.gr. Τα πιεσόμετρα καρπού και δακτύλου δεν θεωρούνται αξιόπιστα και δεν συνιστώνται. Αν χρησιμοποιηθεί πιεσόμετρο με ακουστικά, είναι απαραίτητο να προηγηθεί σχολαστική εκπαίδευση στην τεχνική της μέτρησης της πίεσης. Η λειτουργική κατάσταση του πιεσόμετρου πρέπει να ελέγχεται μια φορά κάθε χρόνο και όχι μόνον όταν παρουσιάζεται βλάβη. Ανεξάρτητα από το είδος του πιεσόμετρου που χρησιμοποιείται, οι διαστάσεις της περιχειρίδας πρέπει να είναι οι κατάλληλες για το χέρι του κάθε υπερτασικού.
Για πολλούς ανθρώπους με παχύ μπράτσο (περίμετρος μπράτσου 30 εκατοστά ή μεγαλύτερη) οι συνηθισμένες περιχειρίδες είναι μικρές, με αποτέλεσμα το πιεσόμετρο να δείχνει πίεση μεγαλύτερη από την πραγματική. Για την αξιολόγηση της πίεσης στο σπίτι πριν από την επίσκεψη στο γιατρό, συνιστάται να γίνονται μετρήσεις μέρα παρά μέρα για 3 μέχρι 6 εργάσιμες μέρες σε διάστημα 1-2 εβδομάδων και να υπολογίζεται ο μέσος όρος τους. Η καθημερινή μέτρηση της πίεσης δεν έχει νόημα παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας είναι κατάλληλη για τη μέτρηση της πίεσης. Προτείνεται, πάντως, να γίνονται μετρήσεις σε συνθήκες ηρεμίας δύο φορές την ημέρα, το πρωί πριν από τα φάρμακα (αν χορηγούνται) και το απόγευμα, περίπου 12 ώρες αργότερα. Κάθε φορά γίνονται διπλές μετρήσεις μετά από 5 λεπτά ανάπαυση σε καθιστή θέση και με μεσοδιάστημα ενός λεπτού μεταξύ των μετρήσεων.
Μετρήσεις μια φορά την εβδομάδα είναι συνήθως αρκετές για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι. Οι αλλαγές στη φαρμακευτική θεραπεία (επιπλέον χάπι ή αποφυγή δόσης) με κριτήριο μεμονωμένες μετρήσεις της πίεσης στο σπίτι αποτελούν διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη τακτική και πρέπει να αποφεύγονται. Το ίδιο ισχύει και για τις μετρήσεις της πίεσης σε συνθήκες αναστάτωσης, άγχους, στενοχώριας, πανικού, πονοκεφάλου, ζάλης, κ.λπ., οι οποίες είναι σχεδόν πάντα παραπλανητικές. Οι μετρήσεις στο φαρμακείο ή στον εργασιακό χώρο σπάνια συμβάλλουν στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, ενώ η καταλληλότερη μέθοδος για την αξιολόγηση της πίεσης στις συνηθισμένες συνθήκες μιας εργάσιμης μέρας, κατά τη διάρκεια της εργασίας, στο σπίτι και τον ύπνο, είναι η καταγραφή της πίεσης με ένα φορητό ηλεκτρονικό πιεσόμετρο που μετράει αυτόματα την πίεση κάθε 15-30 λεπτά επί 24 ώρες. Η εφαρμογή αυτής της τεχνικής παρέχει τη δυνατότητα πολλαπλών μετρήσεων της πίεσης μακριά από το «στρεσογόνο» περιβάλλον του ιατρείου. Η 24ωρη καταγραφή της πίεσης δεν είναι απαραίτητη σε όλα τα υπερτασικά άτομα, είναι όμως χρήσιμη σε επιλεγμένες περιπτώσεις, κυρίως για τη διάγνωση της «υπέρτασης λευκής μπλούζας» και της «συγκαλυμμένης υπέρτασης».
ΜΥΘΟΣ 12. Το σκόρδο κάνει καλό στην πίεση, ενώ τα πορτοκάλια την αυξάνουν
ΑΛΗΘΕΙΑ: Όταν χορηγείται σε τεράστιες ποσότητες (π.χ. 10-25 σκελίδες την ημέρα), το νωπό σκόρδο μπορεί να προκαλέσει μικρή ελάττωση της αρτηριακής πίεσης, η οποία συνοδεύεται από δυσοσμία του στόματος, που ελαττώνει, δυστυχώς, την κοινωνική ζωή. Τα εμπορικά δισκία σκόρδου, που περιέχουν αλλικίνη (τη δραστική ουσία του σκόρδου) είναι δυνατό να μειώσουν την πίεση κατά 3-5 mmHg. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις για το ότι οι πλούσιες σε κάλιο τροφές, όπως τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, τα ακτινίδια, οι μπανάνες και οι τομάτες, προστατεύουν από την υπέρταση επειδή ανταγωνίζονται τις δράσεις του νατρίου. Οι υπερτασικοί που παίρνουν διουρητικά – τα οποία προάγουν την αποβολή νατρίου και καλίου – πρέπει να καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε κάλιο.
ΜΥΘΟΣ 13. Το αλκοόλ και ο καφές αυξάνουν την πίεση
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η συστηματική κατανάλωση 14-21 μονάδων αλκοόλ την εβδομάδα (2-3 ποτά την ημέρα) από τους άνδρες και 7-14 μονάδων την εβδομάδα (1-2 ποτά την ημέρα) από τις γυναίκες θεωρείται ασφαλής και μπορεί να αυξήσει την τιμή της «καλής» χοληστερόλης (HDL) κατά 20%, να έχει αντιοξειδωτική δράση και να προκαλέσει αγγειοδιαστολή, ελαττώνοντας την πίεση κατά 3-5 mmHg. Μια μονάδα αλκοόλ ισοδυναμεί με 145 ml κρασί ή 40 ml ουίσκι, βότκα, τζιν, ρούμι, τεκίλα, ούζο, ρακή, ή τσίπουρο ή 300 ml μπύρα. Η μακροχρόνια, όμως, κατάχρηση αλκοόλ είναι αιτία δευτεροπαθούς υπέρτασης και δυσχεραίνει τη ρύθμιση της πίεσης. Ο καφές μπορεί να αυξήσει εντυπωσιακά την πίεση (από 5 ως και 20 mmHg) τόσο στους υπερτασικούς όσο και στα άτομα με φυσιολογική πίεση (πιθανότατα διεγείροντας την έκκριση αδρεναλίνης), η αύξηση όμως αυτή είναι παροδική (διαρκεί 1-3 ώρες) και δεν σχετίζεται αιτιολογικά με την ανάπτυξη υπέρτασης. Επιπλέον, τα άτομα που πίνουν καφέ κάθε μέρα, παρουσιάζουν «ανοχή» σε αυτή τη δράση και τελικά η πίεση τους δεν επηρεάζεται. Έτσι, αν δεν υπάρχει άλλος λόγος (π.χ. ταχυκαρδίες), οι υπερτασικοί μπορούν να πίνουν καφέ ή άλλο ρόφημα με καφεΐνη (σοκολάτα, αναψυκτικό τύπου cola) σε λογική ποσότητα (2-3 μερίδες δηλαδή 200-300 mg την ημέρα), αλλά να αποφεύγουν την κατάχρηση που μπορεί να προκαλέσει «αιχμές» αυξημένης πίεσης και να δημιουργήσει σύγχυση.
ΜΥΘΟΣ 14. Το κάπνισμα αυξάνει την πίεση
ΑΛΗΘΕΙΑ: Το κάπνισμα αυξάνει σε μικρό, σχετικά, βαθμό (7-10 mmHg) την αρτηριακή πίεση και μόνο στην οξεία του φάση, κατά τη διάρκεια, δηλαδή, της εισπνοής της νικοτίνης και για τα επόμενα 15-30 λεπτά. Αυτή η αύξηση της πίεσης ενισχύεται περαιτέρω με την ταυτόχρονη κατανάλωση καφέ. Έτσι, σε καπνιστές με φυσιολογική αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα ενός και μόνο τσιγάρου μπορεί να αυξήσει την πίεση κατά 20 mmHg! Έχει βρεθεί ότι οι καπνιστές με ήπια υπέρταση έχουν υψηλότερα επίπεδα πίεσης από ό,τι οι μη καπνιστές με ήπια υπέρταση. Ακόμα, η υπέρταση στους καπνιστές είναι δυσκολότερο να ελεγχθεί από ό,τι στους μη καπνιστές, καθώς ορισμένα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι λιγότερο αποτελεσματικά στους καπνιστές. Επιπλέον, οι υπερτασικοί καπνιστές έχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν νεφραγγειακή υπέρταση, καθώς και κακοήθη υπέρταση. Για όλους τους πιο πάνω λόγους η πλήρης διακοπή αποτελεί τον πρώτο στόχο στους υπερτασικούς καπνιστές, αφού το κάπνισμα είναι εξίσου σημαντικός και σε μερικές περιπτώσεις σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για θάνατο, έμφραγμα, εγκεφαλικό ή άλλο καρδιαγγειακό επεισόδιο σε σύγκριση με την υπέρταση.
ΜΥΘΟΣ 15. Το αλάτι πρέπει να αποκλείεται εντελώς από τη διατροφή των υπερτασικών ατόμων
ΑΛΗΘΕΙΑ: Οι υπερτασικοί μπορούν ελαττώσουν την πίεσή τους κατά 3-8 mmHg περιορίζοντας την πρόσληψη αλατιού με το φαγητό στα 2.5 γραμμάρια νατρίου (δηλαδή 6 γραμμάρια αλατιού) την ημέρα. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε φαγητό μαγειρεμένο με ένα κουταλάκι του γλυκού αλάτι, με την προϋπόθεση ότι δεν προστίθεται επιπλέον επιτραπέζιο αλάτι. Ακόμα πιο σημαντική, όμως, είναι η αποφυγή τροφών που περιέχουν πολύ νάτριο από τη φύση τους ή εξαιτίας της παρασκευής τους (π.χ. αλμυρά τυριά, ζαμπόν, μπέικον, λουκάνικα, ελιές, ρέγγες, σαρδέλες, λιαστές τομάτες, κονσέρβες, τουρσιά, ξηροί καρποί, πατατάκια, ποπκόρν, γεύματα ταχυφαγείων).