Εύλογα είναι τα ερωτήματα που δημιουργούνται με την εξάπλωση και διασπορά του κορωνοϊού σε διάφορα κράτη και ιδιαίτερα στα γειτονικά, όπου παρατηρούνται χαοτικές διαφορές.
Πώς γίνεται έτσι η Ιταλία να θρηνεί σχεδόν 15.000 θανάτους και η «γειτονική» Ελλάδα (αν και δεν μοιράζεται κοινά χερσαία σύνορα) δεν έχει φτάσει καν σε τριψήφιο αριθμό θυμάτων;
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ισπανίας που έχει σχεδόν 11.000 θανάτους και η γειτονική της Πορτογαλία μόλις που ξεπερνά τους 200;
H απάντηση είναι περίπλοκη και θα χρειαστούν χρόνια μελετών για να αποσαφηνιστεί σε ικανοποιητικό βαθμό, τι είναι αυτό που προκαλεί τις χαοτικές αυτές διαφορές στην συμπεριφορά του ιού σε γειτονικές περιοχές.
Ωστόσο, ένα πρόωρο συμπέρασμα που εξάγεται μπορεί να «κρύβεται» πίσω στο μακρινό 1922 και στο εμβόλιο κατά της φυματίωσης.
Μια νέα επιστημονική μελέτη έχει ανακαλύψει μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ των χωρών όπου ήταν υποχρεωτικός ο εμβολιασμός κατά της φυματίωσης και σε εκείνες που δεν ήταν.
«Διαπιστώσαμε ότι οι χώρες χωρίς γενικές πολιτικές εμβολιασμού κατά του βάκιλου της φυματίωσης όπως η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, οι ΗΠΑ έχουν πληγεί περισσότερο σε σύγκριση με χώρες όπου εφήρμοσαν καθολικές και μακροχρόνιες πολιτικές υποχρεωτικού και γενικού εμβολιασμού», αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης.
«Εξετάσαμε τα δεδομένα: οι χώρες που δεν εφάρμοσαν ποτέ έναν καθολικό εμβολιασμό με το εμβόλιο της φυματίωσης (BCG) χτυπήθηκαν σκληρότερα από το COVID-19, με μεγάλο αριθμό θανάτων ανά κάτοικο σε σχέση με άλλες», αναφέρεται στη μελέτη
Η Ιταλία, η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων από το COVID-19 με 13.915 θύματα μέχρι σήμερα, δεν έχει ποτέ εφαρμόσει καθολικό εμβολιασμό κατά της φυματίωσης.
Η Ιαπωνία, η οποία έχει αναφέρει μόνο 63 θανάτους από κορωνοϊό και έχει λάβει λιγότερο αυστηρά μέτρα περιορισμού, είχε υιοθετήσει πολιτική εμβολιασμού κατά της φυματίωσης.
Οι ερευνητές συνέκριναν επίσης το Ιράν με την Ιαπωνία, δύο χώρες που έχουν εφαρμόσει τον εμβολιασμό, αλλά σε διαφορετικούς χρόνους.
Η Ιαπωνία ξεκίνησε την πολιτική εμβολιασμού το 1947, ενώ η ιρανική πολιτική τέθηκε σε εφαρμογή το 1984. Η Ιαπωνία έχει περίπου 100 λιγότερους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους από το Ιράν.
«Επίσης, διαπιστώσαμε ότι ο εμβολιασμός BCG μείωσε τον αριθμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων COVID-19 σε μια χώρα», προσθέτει η έρευνα.
Η έρευνα θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ του αντίκτυπου του κορωνοϊού στη δυτική και την ανατολική Ευρώπη, διότι οι γενικές πολιτικές εμβολιασμού κατά της φυματίωσης ήταν ευρέως διαδεδομένες στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης (ΕΣΣΔ).
Τα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας, τα οποία ανήκαν βέβαια στην πρώην Ανατολική Γερμανία μέχρι την επανένωση του 1990, με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ έχουν χαμηλότερο αριθμό περιπτώσεων COVID-19 ανά 100.000 άτομα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Robert Koch.
Στην Ισπανία, τη δεύτερη χώρα με τους περισσότερους θανάτους από τον φονικό ιό στον κόσμο, μόνο μία περιοχή, η Χώρα των Βάσκων, περιλαμβάνει το εμβόλιο BCG στην επίσημη πολιτική εμβολιασμού της, σύμφωνα με τα ισπανικά ιατρικά αρχεία.
Μια ομάδα Αυστραλών ερευνητών ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι άρχισε να δοκιμάζει το εμβόλιο φυματίωσης σε μεγάλη κλίμακα για να διαπιστωθεί αν μπορεί να προστατεύσει το υγειονομικό προσωπικό από τον κορωνοϊό.
Περίπου 4.000 Αυστραλοί νοσοκομειακοί εργαζόμενοι θα συμμετάσχουν στην κλινική δοκιμή που θα προσπαθήσει να προσδιορίσει εάν το εμβόλιο κατά της φυματίωσης μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα του COVID-19, ανέφεραν ερευνητές του Ινστιτούτου Murdoch στη Μελβούρνη. Παρόμοιες δοκιμές θα διεξαχθούν επίσης σε άλλες χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Εάν οι κλινικοί γιατροί μπορούν να αποδείξουν ότι η κλινική δοκιμή είναι επιτυχής, οι ηλικιωμένοι και άλλοι άνθρωποι που είναι ευάλωτοι στο COVID-19 λόγω υποκείμενων συνθηκών θα μπορούσαν να λάβουν το εμβόλιο φυματίωσης για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές εστίες του κορωνοϊού.
Γάλλοι επιστήμονες άρχισαν να αναπτύσσουν το εμβόλιο BCG το 1908 και οι πρώτες δοκιμές σε ανθρώπους άρχισαν το 1921.
Το όνομα BCG, Bacillus Calmette-Guerin, προέρχεται από τα ονόματα των δύο εμπλεκόμενων βακτηριολόγων: Albert Calmette και Camille Guerin.
Η φυματίωση προκαλείται από βακτήρια που προσβάλλουν τους πνεύμονες. Οι άνθρωποι συμβάλλουν στην εξάπλωσή του όταν νοσούν και βρίσκονται σε στενή επαφή καθώς βήχουν ή φτερνίζονται.
Η ασθένεια εξαπλώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η χρήση του φαρμάκου εξαπλώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, όταν δημιουργήθηκαν μεγάλα εξειδικευμένα νοσοκομεία για τη θεραπεία των ασθενών με φυματίωση.
Η φυματίωση ή η BCG είναι εξαιρετικά μολυσματική και παρότι αποτελεί προβλέψιμη και θεραπεύσιμη ασθένεια, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), 10 εκατομμύρια άνθρωποι προσβάλλονται κάθε χρόνο και 1,5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν απ’ αυτήν. Ο ΠΟΥ αναφέρει εξάλλου ότι η φυματίωση είναι η κύρια αιτία θανάτου για τα άτομα με HIV και συνεισφέρει σημαντικά στη μικροβιακή αντοχή.
Οι γιατροί που διεξάγουν τη δοκιμή στην Αυστραλία παροτρύνουν τον γενικό πληθυσμό να μην πέσει με τα… μούτρα και να εξαφανίσει το εμβόλιο πριν να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών, κάτι που έγινε με την χλωροκίνη με ολέθρια σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελέσματα, όπως στη Νιγηρία όπου εκατοντάδες άνθρωποι οδηγηθήκαν στο νοσοκομείο με περιπτώσεις δηλητηριάσεων.
Το φάρμακο είναι απαραίτητο για τον εμβολιασμό ή τη θεραπεία 130 εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο και η υψηλή ζήτηση θα ασκήσει πίεση στα περιορισμένα αποθέματα.