Ο «εθνικός» επιδημιολόγος της Σουηδίας, Άντερς Τέγκνελ είναι ο αρχιτέκτονας της «ανοσίας της αγέλης», η στρατηγική που ακολούθησε για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού στην Σουηδία και θα διασφαλίσει πως η χώρα θα έχει ένα μικρό δεύτερο κύμα κρουσμάτων, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης που θα αναγκαστούν και πάλι να εφαρμόσουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα.
Φυσικά αναφέρεται πρωτίστως στην Ελλάδα (που απαγόρευσε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και τις μετακινήσεις και έκλεισε τους πολίτες στα σπίτια τους) και στις Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία αλλά και σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ που ακολούθησαν αυτό το μοντέλο (Πολιτείες με Δημοκρατικούς κυβερνήτες).
Ο Άντερς Τέγκνελ, υπολόγισε ότι το 40% των κατοίκων στην πρωτεύουσα, της Στοκχόλμης, θα είναι απρόσβλητοι στον κορωνοϊό μέχρι τα τέλη Μαΐου, δίνοντας στη χώρα ένα πλεονέκτημα έναντι ενός ιού με τον οποίο «θα πρέπει να ζήσουμε για πολύ καιρό».
«Το φθινόπωρο θα υπάρξει ένα δεύτερο κύμα. Η Σουηδία θα έχει ένα υψηλό ποσοστό ανοσίας και ο αριθμός των κρουσμάτων πιθανότατα θα είναι αρκετά χαμηλός», δήλωσε ο Άντερς Τέγκνελ στους Financial Times.
«Αλλά η Φινλανδία θα έχει πολύ χαμηλό επίπεδο ανοσίας. Θα πρέπει η Φινλανδία να εφαρμόσει ξανά αυστηρά περιοριστικά μέτρα;» διερωτήθηκε.
Η Σουηδία και ο Τέγκνελ βρίσκονται στο παγκόσμιο επίκεντρο, καθώς η απάντησή τους στην πανδημία του κορωνοϊού έχει προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Τα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα εστιατόρια, τα καφέ και τα καταστήματα στη Σουηδία έχουν παραμείνει ανοιχτά, με τις υγειονομικές Αρχές να βασίζονται στην εθελοντική κοινωνική απόσταση αλλά και στην εργασία από το σπίτι.
Τα σχολεία για μαθητές άνω των 16 ετών καθώς και τα πανεπιστήμια έχουν κλείσει, ενώ απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των 50 ατόμων, ωστόσο η χώρα εξακολουθεί να έχει την πιο χαλαρή προσέγγιση από οποιαδήποτε άλλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τον κορωνοϊό στη Σουηδία χθες ανήλθε σε 3.040 άτομα.
Σε δύο χρόνια περίπου θα μάθουμε ποιος είχε δίκιο
Ο επιδημιολόγος της Σουηδίας είπε ότι θα χρειαστούν περίπου ένα με δύο χρόνια για να μάθουμε ποια στρατηγική λειτούργησε καλύτερα και με ποιο κόστος για την κοινωνία, και τόνισε πως η προσέγγιση της Σουηδίας ήταν να εξετάσει το «ευρύ ζήτημα της δημόσιας υγείας» στο οποίο ένα σημαντικό θέμα ήταν «πώς οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να διατηρούν μια σχετικά φυσιολογική ζωή».
Ο Άντερς Τέγκνελ έχει γίνει κάτι σαν πρόσωπο λατρείας στη Σουηδία, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για άτομα που έκαναν τατουάζ το πρόσωπό του. Η δημόσια εμπιστοσύνη στον οργανισμό δημόσιας υγείας της Σουηδίας αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, την οποία ο Τέγκνελ απέδωσε εν μέρει στις προσπάθειες της ανοιχτής επικοινωνίας του «απαντώντας στις ίδιες ερωτήσεις εκατοντάδες φορές». Ανέφερε, επίσης, πως βρήκε το ενδιαφέρον στο πρόσωπό του «μάλλον παράλογο», όπως αν οι κόρες του «γελούσαν ξεκαρδιστικά» για ένα περιοδικό μόδας που θα ανέλυε τη δική του αίσθηση μόδας.
«Δεν είχε επιστημονική βάση το lockdown»
Ο Τέγκνελ υποστήριξε ότι «τίποτα από όσα αφορούν το lockdown, δεν είχε επιστημονική βάση» ιδίως οι αποφάσεις για το κλείσιμο των σχολείων, επειδή δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι τα παιδιά αποτελούσαν σημαντική αιτία μετάδοσης. Πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, φοβισμένοι ότι τα συστήματα υγείας τους θα κατέρρεαν, ένιωσαν ότι έπρεπε να αντιγράψουν την προσέγγιση της Κίνας, την πρώτη χώρα που εφάρμοσε αυστηρά περιοριστικά μέτρα λόγω κορωνοϊού.
Περίπου το ¼ των ανθρώπων στην Σουηδία είχαν κολλήσει τον ιό στις αρχές Μαϊου, σύμφωνα με ένα μαθηματικό μοντέλο της σουηδικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας, το οποίο ο Τέγκνελ είπε ότι ήταν μέρος του λόγου που ο αριθμός των κρουσμάτων στην πρωτεύουσα μειώθηκε πρόσφατα. Αντίθετα, τα τεστ αυτής της εβδομάδας στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας, το Όσλο, έδειξαν ότι κάτω του 2% του πληθυσμού είχε μολυνθεί.
Ωστόσο, ο Τέγκνελ δήλωσε πως η αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο θα διαρκέσει η ανοσία στον ιό, σημαίνει ότι είναι απίθανο η Σουηδία να φτάσει στην «ανοσία της αγέλης», ένα επίπεδο της νόσου όπου μολύνονται τόσοι πολλοί άνθρωποι – συνήθως περίπου το 80& – ώστε να σταματήσει η εξάπλωση. «Δεν νομίζω ότι εμείς ή οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο θα φτάσουμε στην ανοσία της αγέλης, με την έννοια ότι η ασθένεια θα εξαφανιστεί, επειδή δεν νομίζω ότι πρόκειται για μία ασθένεια που εξαφανίζεται» πρόσθεσε.
Τι ανέφερε για το εμβόλιο
Η ελπίδα πολλών χωρών είναι ότι θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τον ιό μέχρι να βρεθεί ένα εμβόλιο. Ωστόσο, ο Άντερς Τέγκνελ είπε ότι, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, είναι πιθανό να χρειαστούν «χρόνια» για να αναπτυχθεί ένα, προτού μπορέσει να χορηγηθεί σε έναν ολόκληρο πληθυσμό. «Είναι μεγάλο λάθος να καθίσουμε και να πούμε ‘πρέπει να περιμένουμε ένα εμβόλιο’. Θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζουμε. Και στο τέλος, δεν θα ξέρουμε πόσο καλό θα είναι ένα εμβόλιο. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για την εφαρμογή μιας βιώσιμης πολιτικής».
Η προσέγγιση της Σουηδίας ήταν να εφαρμόσει μια στρατηγική που θα μπορούσε να διαρκέσει για μήνες, αν όχι χρόνια, χωρίς την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με σχεδόν όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παλεύουν να ανοίξουν ξανά τις κοινωνίες τους χωρίς να προκαλέσουν αύξηση της μετάδοσης. Μάλιστα, αυτό οδήγησε σε κάποια κριτική από εκείνους που λένε ότι η Σουηδία πρέπει να προσπαθήσει πολύ πιο σκληρά για να περιορίσει τον αριθμό των θανάτων από κορωνοϊό. Τα κατά κεφαλήν στατιστικά στοιχεία θανάτων δείχνουν πως η Σουηδία βρίσκεται πίσω από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ισπανία σε αυτό το στάδιο της πανδημίας.
Το μοναδικό «λάθος» της Σουηδίας
Ωστόσο, ένας τομέας στον οποίο φαίνεται πως δεν τα πήγε και τόσο καλά η Σουηδία, ήταν να κρατήσει τον κορωνοϊό μακριά από τους οίκους ευγηρίας. Ο Τέγκνελ, που λέει ότι το υψηλότερο ποσοστό μόλυνσης σε τέτοιους οίκους ευγηρίας στην Σουηδία είναι ο κύριος λόγος που η χώρα του έχει περισσότερους θανάτους από τους γείτονές της, είπε: «Είναι κάτι για το οποίο λυπόμαστε βαθιά».
Υπογράμμισε, επίσης, πως τα γηροκομεία στη Σουηδία –όπως και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες– είναι για τους «πολύ ηλικιωμένους και τους πολύ άρρωστους», καθώς οι περισσότεροι ηλικιωμένοι ζουν στο σπίτι και πως ήταν γνωστά τα «προβλήματα ποιότητας» αυτών των οίκων. «Δυστυχώς, αυτά τα ποιοτικά προβλήματα έχουν αποδειχθεί ότι κάνουν τους ηλικιωμένους πολύ ευάλωτους στη μόλυνση», δήλωσε ο Τέγκνελ, προσθέτοντας ότι έχει ξεκινήσει έρευνα.