Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού και είναι λογικό. Στην αρχή θα είναι σαν «πειραματικό» εμβόλιο και θα διοθρώνεται δοκιμαζόμενο πάνω στα εκατομμύρια των πολιτών.
Ένας στους 4 Έλληνες δεν προτίθεται να κάνει το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού όταν αυτό θα είναι διαθέσιμο, ενώ λίγο περισσότεροι από τους μισούς (58%) είναι πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο όταν εγκριθεί και οι υπόλοιποι δηλώνουν αναποφάσιστοι, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO).
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι Έλληνες είναι πιο διστακτικοί έναντι του εμβολίου σε σχέση με τους περισσότερους Ευρωπαίους, ενώ επιβεβαιώνει ότι η διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια (vaccine hesitancy), η οποία είχε αναφερθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως μία από τις κορυφαίες απειλές για την παγκόσμια υγεία ήδη από το 2019, αναμένεται να είναι η επόμενη πρόκληση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και η κοινωνία στη μάχη κατά της πανδημίας COVID-19.
Την ώρα που πολλές φαρμακευτικές εταιρείες, σε συνεργασία με πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα, επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για την ανάπτυξη του εμβολίου με στόχο την αναχαίτιση του νέου κορωνοϊού, ο οποίος έχει γίνει αιτία θανάτου για περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και έχει πλήξει την παγκόσμια οικονομία, γίνεται ξεκάθαρο ότι μόνη η ανακάλυψη του εμβολίου δεν αρκεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου εξαρτάται από την κάλυψη του πληθυσμού, καθώς στην περίπτωση χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού, δεν θα αναπτυχθεί ανοσία της αγέλης και δεν θα προστατευτούν οι πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Είναι ενδεικτικό ότι τα έως τώρα επιδημιολογικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι περισσότερο από το 80% του πληθυσμού θα πρέπει να εμβολιαστεί για τον κορωνοϊό!
«Η έγκαιρη μέτρηση, μέσω κατάλληλα σχεδιασμένων μελετών, της προθυμίας των πολιτών να εμβολιαστούν έναντι του κορωνοιού όταν το εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο, μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην χάραξη πολιτικής για την αύξηση της αποδοχής του εμβολίου από τον γενικό πληθυσμό», τονίζει η ομάδα ερευνητών του CLEO, που με επικεφαλής τους Δρ. Θεοκλή Ζαούτη και Δρ. Γεωργία Κουρλαμπά πραγματοποίησαν σχετική έρευνα για τον ελληνικό πληθυσμό.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τυχαίο δείγμα 1.000 ατόμων του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού, με στόχο την αξιολόγηση των γνώσεων, αντιλήψεων και πρακτικών έναντι του κορωνοιού.
Πιο διστακτικοί οι Έλληνες σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους
Συγκρίνοντας τα ευρήματα της έρευνας με αυτά της μελέτης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που πραγματοποιήθηκε σε 20.000 άτομα από 27 χώρες παγκοσμίως, καθώς και με αυτά έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 7 ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ολλανδία και Βρετανία), όπου το ποσοστό των συμμετεχόντων που δήλωσαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο ανερχόταν στο 74%, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες είναι πιο διστακτικοί απέναντι στο COVID-19 εμβόλιο σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι παρόμοια «απόκλιση» για τη χώρα μας είχε παρατηρηθεί και το 2009 στην αποδοχή του εμβολίου κατά της πανδημίας γρίπης H1N1, όταν οι Έλληνες ανέφεραν χαμηλά ποσοστά αποδοχής έως 22,9%, έναντι άλλων Ευρωπαίων στους οποίους το ποσοστό έφτανε ακόμα και το 67%.
Πάντως τα διαθέσιμα δεδομένα από την προηγούμενη πανδημία του H1N1 δείχνουν ότι η πραγματική πρόθεση εμβολιασμού θα μπορούσε να είναι διαφορετική όταν είναι διαθέσιμο ένα εμβόλιο. Και αυτό δείχνει την αξία υλοποίησης συχνών πληθυσμιακών μελετών που να μετρούν την αποδοχή του εμβολίου όσο προχωρούν οι έρευνες, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στην τελική έγκριση.
koronoios_emvolio_0
Ποιες ηλικίες διστάζουν περισσότερο
Ενήλικες κάτω των 65 ετών, αυτοί που δεν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή δεν ζουν με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, όσοι πιστεύουν ότι ο ιός φτιάχτηκε στο εργαστήριο από ανθρώπους, όσοι πιστεύουν ότι ό νέος κορωνοϊός δεν είναι πιο σοβαρός και πιο θανατηφόρος από την εποχική γρίπη και όσοι δεν φαίνεται να γνωρίζουν τα συμπτώματα, τους τρόπους μετάδοσης και τους τρόπους ελέγχου και πρόληψης του νέου κορωνοϊού, είναι οι περισσότερο διαστακτικές πληθυσμιακές ομάδες έναντι του εμβολίου.
Επίσης, μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύεται η αρνητική επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), αφού οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι ενημερώνονται για τον κορωνοϊό από τα ΜΚΔ εμφανίστηκαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο σε ποσοστό μικρότερο (44,5%) σε σχέση με όσους δήλωσαν ότι ενημερώνονται από επίσημες εθνικές και διεθνείς ιστοσελίδες και από τα ΜΜΕ (>60%). Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι τα ΜΚΔ ίσως είναι πηγή παραπληροφόρησης για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα και γενικότερα για την αξία του εμβολιασμού.
Για ποιους λόγους είναι διαστακτικοί οι Έλληνες έναντι του εμβολίου;
Η διστακτικότητα του γενικού πληθυσμού έναντι των εμβολίων γενικότερα αλλά και του COVID-19 εμβολίου πιο ειδικά, ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων, η οποία ποικίλλει θεαματικά παγκοσμίως από χώρα σε χώρα, όπως δείχνει η μεγαλύτερη έως τώρα διεθνής έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».
Στην Ευρώπη, φαίνεται πως στις αρχές του 2020 η πλειονότητα των χωρών εμφάνιζε αυξημένη εμπιστοσύνη στα εμβόλια σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Στην Ελλάδα το ποσοστό όσων «συμφωνούν πολύ» ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, εμφανίζει θεαματική αύξηση από 26% στο τέλος του 2015 σε 62% στο τέλος του 2019, όμως ανησυχητικό είναι ότι φαίνεται πως τα τελευταία 5 έτη κινήθηκε πτωτικά η αντίληψη του ελληνικού κοινού για τη σημασία του εμβολιασμού.
Πέρα από τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια/παρενέργειες και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, στους λόγους για τη διστακτικότητα προστίθενται και η πεποίθηση των πολιτών ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο να αρρωστήσουν, ενώ δεν είναι μικρό και το ποσοστό αυτών που γενικά είναι κατά των εμβολίων, όπως φαίνεται στην πρόσφατη διεθνή μελέτη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Αυτούς ακριβώς τους λόγους είχαν δώσει οι Έλληνες για να δικαιολογήσουν την διστακτικότητα τους και έναντι του εμβολίου γρίπης H1N1.
«Τα παραπάνω δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι τα στοιχεία τέτοιων, κατάλληλα σχεδιασμένων μελετών μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθούν στοχευμένες καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης σχετικά με τη σημασία, τη λειτουργία και την ασφάλεια των εμβολίων», καταλήγουν τα στελέχη του CLEO.