Μια νέα κλινική μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου UCL (University College London), που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, αναδεικνύει την άμεση σύνδεση της διαταραχής των ηλεκτρολυτών στον οργανισμό μας με τη νόσο COVID-19.
«Το δείγμα μας ήταν 488 ασθενείς, θετικοί σε μοριακό τεστ κορωνοϊού, που έφθασαν στα επείγοντα δύο μεγάλων πανεπιστημιακών νοσοκομείων του Λονδίνου και εν συνεχεία νοσηλεύθηκαν κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, δηλαδή από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2020», λέει στην «Κ» ο επικεφαλής της μελέτης, επίτιμος αναπληρωτής καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο UCL, δρ Πλούταρχος Τζούλης, που τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται με τις διαταραχές ηλεκτρολυτών.
«Με ενδιέφερε να διερευνήσω τη σύνδεση μεταξύ των δύο, όπως και την πιθανότητα μέσω του δείκτη των ηλεκτρολυτών να μπορούμε να προβούμε σε πρόγνωση για την εξέλιξη της νόσου σε κάθε ασθενή», διευκρινίζει ο δρ Τζούλης, ο οποίος δικαιώθηκε από τα ευρήματα της μελέτης.
«Οι ασθενείς που εισάγονταν στο νοσοκομείο με χαμηλά επίπεδα νατρίου είχαν περισσότερες πιθανότητες να χρειαστούν εν συνεχεία οξυγόνο και διασωλήνωση», αναφέρει ο ίδιος, «οι διαταραχές των ηλεκτρολυτών μεταξύ των ασθενών COVID είναι πολύ συχνές (σ.σ. αποτελεί επίπτωση της λοίμωξης), συγκεκριμένα 1/4 είχε κατά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, ενώ στη διάρκεια της νοσηλείας το ποσοστό αυξανόταν φθάνοντας το 1/2».
Ακόμη, «ασθενείς που σε οποιαδήποτε στιγμή της νοσηλείας είχαν υψηλό νάτριο είχαν και τριπλάσια πιθανότητα θνησιμότητας».
Επισημαίνεται ότι οι εν λόγω ασθενείς, προτού προσβληθούν από COVID, παρουσίαζαν φυσιολογικά επίπεδα ηλεκτρολυτών, «συλλέξαμε στοιχεία από το τελευταίο τρίμηνο πριν από την επιμόλυνσή τους μέσω των γενικών γιατρών τους και χάρη στον ηλεκτρονικό ιατρικό φάκελο».
Τα νέα αυτά δεδομένα, βάσει των οποίων θα δοθούν οι πρώτες κατευθυντήριες γραμμές στην επιστημονική κοινότητα μέσω της Ευρωπαϊκής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, δίνουν στους γιατρούς μια ισχυρή ένδειξη για το πώς πρέπει να διαχειρίζονται τα περιστατικά COVID, τόσο εκείνα που παραμένουν σε κατ’ οίκον καραντίνα όσο και αυτά που φθάνουν στο νοσοκομείο.
«Η μέτρηση των ηλεκτρολυτών είναι μια αιματολογική εξέταση ρουτίνας, που γίνεται γρήγορα και χωρίς κόστος, δίνοντας όμως μια πολύτιμη πληροφορία», τονίζει ο δρ Τζούλης, «ιδανικά θα μπορούσαν όσοι έχουν συμπτώματα COVID και κάνουν μοριακό τεστ να ζητούν την ίδια στιγμή και έλεγχο των ηλεκτρολυτών τους».
Βάσει του αποτελέσματος, θα μπορεί ο οικογενειακός γιατρός να λάβει την απόφαση για το αν ο ασθενής θα παραμείνει στο σπίτι ή όχι, καθώς θα έχει μια ισχυρή προειδοποίηση για την πορεία της λοίμωξης.
«Ο δείκτης των ηλεκτρολυτών θα βοηθήσει έτι περαιτέρω τους γιατρούς στα νοσοκομεία αναφοράς, που γνωρίζουμε πόση πίεση δέχονται εσχάτως, ώστε να διαχειριστούν ορθά τα κρούσματα», προσθέτει ο δρ Τζούλης, «δηλαδή να προσθέσουν στο θεραπευτικό σχήμα των ασθενών τις ήδη γνωστές θεραπείες για τους ηλεκτρολύτες και, βέβαια, να έχουν σε στενή παρακολούθηση όσους παρουσιάζουν υψηλό νάτριο, που κινδυνεύουν κατεξοχήν να καταλήξουν από τη νόσο».
Η επιστημονική ομάδα συνεχίζει την έρευνά της με επόμενο στόχο τη διαμόρφωση εξατομικευμένων θεραπειών για τους ασθενείς COVID μέσω της μελέτης των ηλεκτρολυτών.