Ένας στους δύο άνδρες και μία στις πέντε γυναίκες στη χώρα μας εμφανίζουν το σύνδρομο άπνοιας ύπνου, μια υποεκτιμημένη κλινική κατάσταση με σοβαρές επιπτώσεις. Κι αυτό γιατί οι πάσχοντες παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα να εμπλακούν σε ατυχήματα λόγω της υπνηλίας που τη συνοδεύει, παρουσιάζουν γνωσιακές διαταραχές (έλλειψη προσοχής και συγκέντρωσης, προβλήματα μνήμης κτλ), και αναπτύσσουν καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η θεραπεία του συνδρόμου βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των πασχόντων και μπορεί ακόμα και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση άλλων παθήσεων όπως η υπέρταση.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν η πνευμονολόγος, διευθύντρια Μονάδας Μελέτης Yπνου στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο, Αναστασία Αμφιλοχίου και ο καθηγητής Ψυχιατρικής Κώστας Σολδάτος κατά τη διάρκεια της έβδομης διαδικτυακής διάλεξης του Στ΄ κύκλου διαλέξεων του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας (Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος), την τελευταία δεκαετία καταγράφεται μεγάλη αύξηση στην εκδήλωση και διάγνωση του συνδρόμου.
Ειδικότερα, επιδημιολογική μελέτη του 2008 είχε καταδείξει ότι έως το 7% των ανδρών και έως το 5% των γυναικών έπασχαν από το συγκεκριμένο σύνδρομο. Σε ελληνική μελέτη του 2019, τα ποσοστά άγγιξαν το 50% και το 18% ανδρών και γυναικών αντίστοιχα. Και όπως εκτίμησε η κ. Αμφιλοχίου, το σύνδρομο θα πάρει τη μορφή «πανδημίας» στους άνδρες ηλικίας 40 έως 60 ετών έως το 2050, καθώς σχετίζεται με την αύξηση της παχυσαρκίας, αλλά και άλλους παράγοντες.
Το προφίλ του πάσχοντος είναι άνδρας, μέσης ηλικίας, παχύσαρκος.
Άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η ανατομία (οπισθογναθία), το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και ηρεμιστικών χαπιών, αλλά και γενετικοί παράγοντες.
«Το ροχαλητό και η υπνηλία είναι αυτά που θα βάλουν την έντονη κλινική υπόνοια ότι το άτομο έχει το συγκεκριμένο σύνδρομο», σημείωσε η κ. Αμφιλοχίου. Όπως είπε, το σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες διακοπές της αναπνοής, μειωμένη οξυγόνωση κατά τη διάρκεια του ύπνου και συνεχείς αφυπνίσεις, που συνήθως δεν γίνονται αντιληπτές από τους ασθενείς.
Τα βασικά συμπτώματα στον ύπνο είναι το ροχαλητό, το αίσθημα πνιγμονής, η νυκτουρία, οι εφιάλτες, οι αφυπνίσεις και τα τινάγματα και η υπερβολική εφίδρωση. Αντίστοιχα, όταν ο πάσχων δεν κοιμάται, συνήθως παρουσιάζει υπνηλία, χρόνια κόπωση, γνωσιακές διαταραχές, κατάθλιψη, σεξουαλικές διαταραχές, μεταβολές χαρακτήρα με έντονο εκνευρισμό και πονοκέφαλο.
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται με φυσική εξέταση και χρήση της πολυπνογραφίας σε ειδική μονάδα μελέτης ύπνου από εξειδικευμένο προσωπικό, η οποία αφορά την ταυτόχρονη καταγραφή και ανάλυση διαφόρων παραμέτρων κατά τη διάρκεια του ύπνου του πάσχοντος. Μετά την εξέταση γίνεται αξιολόγηση της βαρύτητας του συνδρόμου, σε ήπιο, μέτριο και σοβαρό, ανάλογα με τον αριθμό των επεισοδίων διακοπής της αναπνοής, που στις σοβαρές περιπτώσεις είναι περισσότερα από 30 την ώρα.
Η δε θεραπεία αφορά από απώλεια βάρους, διακοπή καπνίσματος και κατανάλωσης αλκοόλ και αλλαγή της θέσης σώματος στον ύπνο, έως χρήση συσκευής μηχανικού αερισμού, που είναι και η πιο συχνά προτεινόμενη από τους γιατρούς μέθοδος, ή ακόμα και χειρουργική αντιμετώπιση.