Μια ερευνητική ομάδα που αποτελείται από τον Dr. Κάι Κισιλίνσκι από το Ντίσελντορφ και άλλους επτά γιατρούς και ψυχολόγους δημοσίευσε στην έγκριτη Διεθνή Εφημερίδα της Περιβαλλοντικής Έρευνας και της Δημόσιας Υγείας ( IJERPH ) την μελέτη «Μία μάσκα που καλύπτει το στόμα και την μύτη, σε καθημερινή χρήση, είναι χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες και πιθανούς κινδύνους;».
Την έκθεση επικαλείται το Russia Today στην γερμανική του έκδοση, και όπως αναφέρει, αποδείχθηκε πως οι βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της μάσκας είναι σημαντικές.
Η υποχρεωτική κάλυψη του στόματος και της μύτης (ανάλογα με την χώρα, “συνηθισμένη μάσκα”, “χειρουργική μάσκα”, “μάσκα FFP2”) σε δημόσιους χώρους ως μέτρο περιορισμού του SARS-CoV-2 έχει εισαχθεί σε πολλές χώρες από το 2020. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει πλήρης μελέτη του βαθμού, στον οποίο οι μάσκες μπορούν να έχουν ατομικές επιπτώσεις στην υγεία.
Ο στόχος της μελέτης ήταν επομένως η ποσοτική ταυτοποίηση, δοκιμή, αξιολόγηση και συλλογή επιστημονικά αποδεδειγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών από την χρήση μάσκας για τον πληθυσμό. Για την ποσοτική αξιολόγηση, βρέθηκαν 44 κυρίως πειραματικές μελέτες, για 65 δημοσιεύσεις που σχετίζονται με το περιεχόμενο.
Η βιβλιογραφία που εξετάστηκε έδειξε δυσμενείς επιπτώσεις από μάσκες σε πολλούς ειδικούς τομείς, οι οποίες περιγράφονται και στην γερμανική περίληψη της μελέτης.
Οι ψυχολογικές και σωματικές βλάβες σε συνδυασμό με τα συμπτώματα που περιγράφονται, αναφέρονται από τους επιστήμονες ως «σύνδρομο κόπωσης που προκαλείται από μάσκα» (MIES). Όπως αναφέρεται, θα μπορούσε να προκαλέσει διαταραχές στην συγκέντρωση, την σκέψη ακόμη και στην ομιλία. Σύμφωνα με την μελέτη, η πτώση σε οξυγόνο στο αίμα σχετίζεται με το σύμπτωμα της κούρασης. Εάν φοράτε την μάσκα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο καρδιακός σας ρυθμός και ο ρυθμός αναπνοής αυξάνονται, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται το βάθος της αναπνοής.
Κατά την αξιολόγηση των 109 μελετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν εμφανείς αλλαγές στην φυσιολογία του αναπνευστικού σε άτομα που φορούν μάσκα, με κύριο χαρακτηριστικό την συχνή εμφάνιση αναπνευστικής δυσλειτουργίας, μείωσης οξυγόνου, αύξησης θερμοκρασίας καθώς και εσωτερικής υγρασίας κάτω από τις μάσκες.
Ο Dr. Κισιελίνσκι, επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε: «Η εκτεταμένη χρήση μάσκας από τον γενικό πληθυσμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές επιπτώσεις και συνέπειες σε πολλούς ιατρικούς τομείς».
Σύμφωνα με περαιτέρω αποτελέσματα των αξιολογήσεων της μελέτης, δερματικά εξανθήματα όπως η ακμή που προκαλείται από τις μάσκες αξιολογούνται ως συχνές επιπτώσεις: «Η συμπύκνωση της αναπνοής οδηγεί σε μια σοβαρή αύξηση της υγρασίας με σημαντική αλλαγή στο φυσικό περιβάλλον του δέρματος [… ] και αυξημένη ερυθρότητα».
Οι μάσκες εξασθένησαν επίσης την αναπνοή. Η έρευνα ισχυρίζεται ότι η χρήση μάσκας FFP2 διπλασιάζει σχεδόν τον λεγόμενο όγκο νεκρού χώρου, δηλαδή την ποσότητα αέρα που περιστρέφεται εμπρός και πίσω όταν αναπνέει κάποιος μέσα και έξω και η αντίσταση στην αναπνοή αυξάνεται κατά 128% «λόγω μειώσεων στο βάθος και τον όγκο της αναπνοής».
Κατά αυτόν τον τρόπο, μέσω αλλαγών στα αέρια αίματος, απορροφάται λιγότερο οξυγόνο και εκπέμπεται λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα εσωτερικά όργανα θα μπορούσαν επίσης να επηρεαστούν, με συνέπεια τα αιμοφόρα αγγεία στον εγκέφαλο να διευρυνθούν, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πονοκεφάλους, αλλά και σε «κρίσεις πανικού» και καταστάσεις φόβου.
Συγκεκριμένα, η «αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης» παίζει καθοριστικό ρόλο – μπορεί να αυξηθεί κατά πολύ, εξαιτίας μεγάλης ποσότητας CO₂ στο αίμα. Οι μάσκες μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον μεταβολισμό των κυττάρων με τέτοιο τρόπο, ώστε το ανοσοποιητικό σύστημα να εξασθενήσει και πιθανώς να αυξηθεί ακόμη και ο κίνδυνος «ανάπτυξης καρκίνου», σύμφωνα με το συμπέρασμα της ερευνητικής ομάδας.
Σε αντίθεση με τους συγγραφείς της μελέτης , ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δηλώνει: «Οι μάσκες πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής σε σχέση με μέτρα για την καταστολή της μετάδοσης και της προστασίας ζωών».