Επιστήμονες επιδιώκουν να δημιουργήσουν ενιαίο «υπερεμβόλιο», ικανό να προστατεύει εναντίον κάθε μορφής κορωνοϊού.
Η Μέλανι Σάβιλ, επικεφαλής ερευνών και ανάπτυξης εμβολίων της CEPI, διεθνούς μη κερδοσκοπικού ιδρύματος που εδρεύει στο Νταβός και χρηματοδοτεί καινοτόμους έρευνες στο πεδίο της δημόσιας υγείας, εκφράζει την αισιοδοξία της για τη δημιουργία εμβολίου κατά κάθε εκδοχής β-κορωνοϊών και κάθε μετάλλαξης «ικανής να μεταπηδά από τα ζώα στον άνθρωπο στο μέλλον», σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times.
«Η στρατηγική μας εστιάζεται σε δύο ερωτήματα: τι χρειάζεται να γνωρίζουμε για να νικήσουμε αυτή την πανδημία και τι πρέπει να μάθουμε για να προλάβουμε την επόμενη;» τονίζει η δρ Σάβιλ.
Ο ιός SARS-COV-2 έχει σκοτώσει σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους τους τελευταίους 18 μήνες. Είναι ο τρίτος τουλάχιστον β-κορωνοϊός, ο οποίος μεταδίδεται ευρέως μεταξύ ανθρώπων τα τελευταία 20 χρόνια. Η οικογένεια αυτή ιών, κοινοί σε νυχτερίδες και τρωκτικά, περιλαμβάνει τον SARS-COV-1 (700 νεκροί το 2003, κυρίως στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ) και τον MERS-COV, ο οποίος εντοπίσθηκε αρχικά στη Σαουδική Αραβία και είχε προκαλέσει περισσότερους από 850 θανάτους από το 2012.
Δεδομένου ότι ο COVID-19 δεν πρόκειται να είναι ο τελευταίος κορωνοϊός που μολύνει τον άνθρωπο, η ανάπτυξη εμβολίου ικανού να προστατεύει από όλες τις ασθένειες αυτές του αναπνευστικού έχει καταστεί προτεραιότητα για μερίδα της επιστημονικής κοινότητας. Το ενδιαφέρον για τις έρευνες αυτές έχει οξυνθεί μάλιστα εξαιτίας των συνεχών μεταλλάξεων, όπως η ινδική, που τείνει τώρα να κυριαρχήσει σε όλο τον κόσμο.
Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, «πολυδύναμα» εμβόλια αναμένεται να αναπτυχθούν κατά των κορωνοϊών. «Τα εμβόλια αυτά θα αποτελέσουν την πρώτη γραμμή άμυνας εναντίον των νέων μεταλλάξεων», λέει ο καθηγητής Κρις Ουίτι, επικεφαλής των βρετανικών υπηρεσιών υγείας.
Ο δρόμος προς την ανάπτυξη αποτελεσματικού «υπερεμβολίου» είναι, όμως, μακρύς. Ερευνητές δαπάνησαν δεκαετίες αναζητώντας εμβόλιο για τον HIV, ασθένεια που εμφανίζει και αυτή συχνά νέες μεταλλάξεις, ενώ ακόμη το εμβόλιο της εποχικής γρίπης πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο. Τα υπάρχοντα εμβόλια κατά της COVID-19, πολλά από τα οποία αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά κατά του αρχικού στελέχους SARS-COV-2 και των μεταλλάξεών του, ρίχνουν το βάρος στην παραγωγή αντισωμάτων, με στόχο την εξουδετέρωση της πρωτεΐνης ακίδας που διεισδύει στα ανθρώπινα κύτταρα. Η δυσκολία της προσέγγισης αυτής αφορά «την ικανότητα του ιού να εξελίσσεται, παρακάμπτοντας την ανοσία του οργανισμού, οδηγώντας στην ανάγκη επαναληπτικού εμβολιασμού», λέει η δρ Σάβιλ.
Τα «υπερεμβόλια», αντίθετα, επιτίθενται σε τμήματα της πρωτεΐνης του ιού, τα οποία επηρεάζουν το ανθρώπινο ανοσοποιητικό, χωρίς να μεταλλάσσονται, ακόμη και κάτω από «εξελικτική πίεση», όπως υπογραμμίζει η δρ Σάβιλ. Ο επαναλαμβανόμενος εμβολιασμός ενισχύει την παραγωγή αντισωμάτων, τα οποία αποτελούν κρίσιμο μέρος της ανοσοποιητικής αντίδρασης του ανθρώπινου σώματος στην COVID-19.
Ο Πολ Χίνγκαμ, επικεφαλής της εταιρείας Valo Therapeutics, λέει ότι η ικανότητα των εμβολίων αυτών να εξουδετερώνουν τα επίτοπα του ιού, το τμήμα της πρωτεΐνης του που σχετίζεται με το ανοσοποιητικό, περιορίζει στο ελάχιστο το ποσοστό μεταλλάξεων, δημιουργώντας ελπίδες πως η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κάθε μορφή κορωνοϊού. Ο Χίνγκαμ ελπίζει ότι η εταιρεία του, με έδρα την Οξφόρδη και το Ελσίνκι, μπορεί να έχει έτοιμο τέτοιο εμβόλιο για κλινικές δοκιμές μέχρι τα τέλη του έτους, για να προσθέσει ότι σε αυτή την περίπτωση το σκεύασμα θα είναι διαθέσιμο στους πολίτες μέσα στο 2022.
Η ανάπτυξη εμβολίων κατάλληλων για την αντιμετώπιση ευρέος φάσματος ιών είναι πολύ δύσκολη. «Οσο πιο ανόμοιοι είναι οι ιοί σε ό,τι αφορά τη σύνθεση και το γονιδίωμά τους, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρούμε αντισώματα κατάλληλα για την αντιμετώπισή τους», τονίζει ο Ντένις Μπέρτον, ερευνητής του ινστιτούτου Scripps της Καλιφόρνιας, ο οποίος μελετά εδώ και δεκαετίες τον ιό HIV.
«Οι SARS-1 και SARS-2, για παράδειγμα, μοιάζουν πολύ και μπορούμε έτσι να βρούμε πολλά κοινά αντισώματα ικανά να αντιμετωπίσουν και τους δύο. Η ανακάλυψη εμβολίου κατάλληλου και για τον MERS και για μελλοντικούς κορωνοϊούς είναι όμως πολύ δύσκολη υπόθεση», προσθέτει ο Μπέρτον. Η δρ Σάβιλ πιστεύει ότι ο εντοπισμός των επιτόπων, τα οποία θα μπορούν να προστατεύσουν από διάφορους κορωνοϊούς, απαιτεί τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης – η μόνη ικανή να επιταχύνει σημαντικά το ερευνητικό έργο. Ο Τζον Λούις, διευθύνων σύμβουλος της Entos Pharmaceuticals, αναφέρει ότι η εταιρεία του έχει υιοθετήσει πρωτοπόρες τεχνικές στην έρευνά της. Η Entos συνασπίσθηκε με δημιουργούς λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης για την ανάπτυξη του «υπερεμβολίου» της.
Το λογισμικό αυτό επιτρέπει στην Entos να αναγνωρίζει 34 διαφορετικά επίτοπα από ξεχωριστές πρωτεΐνες κορωνοϊών, ικανά να προκαλούν ισχυρή ανοσία στους εμβολιασμένους. Η φαρμακευτική, με έδρα το Εντμοντον του Καναδά, σχεδιάζει να εγκαινιάσει κλινικές δοκιμές εντός των προσεχών δύο μηνών.
Η περίπτωση της OSE
Η γαλλική εταιρεία βιοτεχνολογίας OSE Immunotherapeutics, από τη μεριά της, χρησιμοποίησε αλγόριθμο για την έρευνα αντικαρκινικού εμβολίου. Η τεχνητή νοημοσύνη τής επέτρεψε να αναγνωρίσει 12 επίτοπα, τα οποία επιτίθενται σε 11 πρωτεΐνες, οι περισσότερες από αυτές στο εσωτερικό του κορωνοϊού και όχι στην πιο ανθεκτική επιφάνειά του. «Καθώς βρίσκονται στο εσωτερικό του ιού, μεταλλάσσονται ελάχιστα ή καθόλου», λέει ο επικεφαλής της εταιρείας, Αλεξίς Περόλ, για να προσθέσει ότι το ίδιο είδος πρωτεΐνης έχει εντοπισθεί στους ιούς SARS-1 και MERS. Το πρώτο στάδιο των κλινικών δοκιμών έχει αρχίσει, με τα αποτελέσματα να αναμένονται τον Σεπτέμβριο.
Η OSE προγραμματίζει «χαλαρά», όπως επισημαίνει ο Περόλ, τη δεύτερη φάση κλινικών δοκιμών, με τη βοήθεια της γαλλικής τράπεζας επενδύσεων σε νεοφυείς εταιρείες, ενόψει τρίτης φάσης μέσα στο 2022. Διαφορετικό δρόμο επέλεξε η VBI Vaccines από τη Μασαχουσέτη, το δοκιμαστικό εμβόλιο της οποίας έχει προκαλέσει πολύ καλή αντίδραση στο ανοσοποιητικό πειραματόζωων. «Στόχος μας είναι η δημιουργία εμβολίου ευρέος φάσματος, το οποίο θα επιτρέπει στα ανθρώπινα αντισώματα να αναγνωρίζουν τις νέες μεταλλάξεις και να επιτίθενται σε αυτές σε βάθος χρόνου», υπογραμμίζει ο επικεφαλής της εταιρείας, Ντέιβιντ Αντερσον.