Η αλλεργική ευαισθησία αποτελεί συχνό φαινόμενο, καθώς επηρεάζει πάνω από 40% των παιδιών και 25% των ενηλίκων, εκθέτοντάς τους σε αλλεργικές αντιδράσεις που μπορεί να ποικίλλουν σε σοβαρότητα.
Οι αλλεργίες εκδηλώνονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά έντονα σε μία ουσία που φυσιολογικά είναι αβλαβής. Κάνει δηλαδή μία αντίδραση υπερευαισθησίας, κατά την οποία ενεργοποιούνται ανοσολογικοί και φλεγμονώδεις μηχανισμοί για να εξουδετερώσουν αυτή την ουσία, που λέγεται αλλεργιογόνο ή αντιγόνο.
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας έχουν διάφορους τύπους που συμβολίζονται με τους λατινικούς αριθμούς από 1 έως 4 (Ι έως IV). Οι τρεις πρώτοι τύποι εκδηλώνονται συνήθως σε λίγα λεπτά έως ώρες μετά την έκθεση σε ένα αλλεργιογόνο. Ο τέταρτος εκδηλώνεται με καθυστέρηση (όψιμα).
Ο πιο συχνός τύπος είναι η υπερευαισθησία τύπου 1 που είναι επίσης γνωστή ως αναφυλακτική ή αλλεργική αντίδραση. Κατ’ αυτήν ο οργανισμός υπερπαράγει μία πρωτεΐνη (ένα αντίσωμα) που λέγεται ανοσοσφαιρίνη Ε (συμβολίζεται IgE) για να προσκολληθεί στο αλλεργιογόνο που τον ενοχλεί. Με τη σύνδεση αυτή το ανοσοποιητικό διευκολύνει την καταστροφή του αλλεργιογόνου.
Η ανοσοσφαιρίνη IgE δεν είναι μία, αλλά έχει διάφορους υποτύπους, αναλόγως με το αλλεργιογόνο. Κάθε άνθρωπος μπορεί να παράγει έναν ή περισσότερους τύπους της IgE. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο άλλοι άνθρωποι έχουν αλλεργία μόνο σε ένα αλλεργιογόνο (π.χ. στο τρίχωμα των κατοικιδίων) και άλλοι έχουν πολλαπλές αλλεργίες.
Σε κάθε περίπτωση, η αλλεργική αντίδραση μπορεί να εκδηλωθεί σε 15-20 λεπτά από την έκθεση στο αλλεργιογόνο, αν και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα αρχίζουν σε 10-12 ώρες.
Ωστόσο οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας δεν εκδηλώνονται με την πρώτη έκθεση σε ένα αλλεργιογόνο. «Προηγείται η ευαισθητοποίηση του οργανισμού και σε μεταγενέστερη φάση αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά συμπτώματα», διευκρινίζει η Ειδική Παθολόγος δρ Χρυσούλα Λιάκου.
«Ευαισθητοποίηση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία το αμυντικό σύστημα του οργανισμού αντί να αγνοήσει μία ουσία όπως θα ήταν το σωστό, δίνει σήμα σε ορισμένα κύτταρα του σώματος να παράγουν τα αντισώματα (δηλαδή μία εξειδικευμένη μορφή ανοσοσφαιρίνης IgE) για να την καταπολεμήσουν. Κατά την φάση αυτή ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα, διότι ο οργανισμός του παράγει σε μικρές ποσότητες τα απαιτούμενα αντισώματα».
Την επόμενη φορά, όμως, που θα βρεθεί ο οργανισμός αντιμέτωπος με το ίδιο αλλεργιογόνο, το ανοσοποιητικό το αναγνωρίζει αμέσως και είναι σε θέση να υπερπαράγει ταχύτερα την εξειδικευμένη ανοσοσφαιρίνη IgE.
Όταν το αλλεργιογόνο έρθει σε επαφή με τα συγκεκριμένα αντισώματα, αρχίζει μία αλληλουχία βιολογικών διεργασιών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η ανεξέλεγκτη παραγωγή και έκκριση ισταμίνης, που προκαλεί τα χαρακτηριστικά συμπτώματα κάθε αλλεργίας. Τα συμπτώματα συνήθως εντοπίζονται στη μύτη, τους πνεύμονες, τον λαιμό ή το δέρμα.
Οι αλλεργικές αντιδράσεις οι οποίες επάγονται από την ανοσοσφαιρίνη IgE μπορεί να είναι τροφικές (π.χ. σε καρύδια, αυγά, γάλα, θαλασσινά κ.λπ.), ζωικές (π.χ. αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε μέλισσες, σφήκες, κατοικίδια, έντομα κ.λπ.), περιβαλλοντικές (π.χ. σε ακάρεα σκόνης, λάτεξ, γύρη, μούχλα κ.λπ.), ατοπικές (π.χ. αλλεργικό: άσθμα, ρινίτιδα, επιπεφυκίτιδα, δερματίτιδα), φαρμακευτικές (π.χ. αλλεργίες σε αντιβιοτικά) ή ακόμα και συστηματικές (π.χ. κνίδωση) ή αναφυλαξία.
Οι αλλεργίες αυτές μπορούν να διαγνωστούν με βάση τα επίπεδα της IgE. «Η μέτρηση των επιπέδων της ανοσοσφαιρίνης IgE με μια εξέταση αίματος, είναι ένας από τους απλούστερους τρόπους για να δούμε αν ένα παιδί ή ενήλικας έχει αλλεργία, καθώς και σε ποιο αλλεργιογόνο», προσθέτει η δρ Λιάκου, Διευθύντρια Ιατρικής Υπηρεσίας στο νέο Εργαστήριο Ανοσολογίας/Αλλεργιολογίας Instahealth Greece.
Κατά την εξέταση μετριέται τόσο το επίπεδο της ολικής ανοσοσφαιρίνης IgE, όσο και η εξειδικευμένη IgE. Οι δύο μορφές μπορεί να μετρηθούν ταυτοχρόνως ή ξεχωριστά. Ο οργανισμός μας φυσιολογικά παράγει χαμηλά επίπεδα ολικής IgE. Όταν αυτά είναι αυξημένα, αυτό αποτελεί πιθανή ένδειξη αλλεργικής αντίδρασης. Αν όμως ο ασθενής δεν έχει αλλεργικά συμπτώματα, μόνη της η αύξηση της IgE δεν αρκεί για να διαγνωστεί η αλλεργία.
Η μέτρηση της IgE συνιστάται όταν υπάρχουν υπόνοιες για αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου Ι, που προκαλεί αναφυλαξία, αλλεργική ρινίτιδα, αλλεργική επιπεφυκίτιδα, αλλεργικό άσθμα ή χρόνια παραρρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα).
Η μέτρηση είναι επίσης χρήσιμη για να καθοριστεί το είδος του αλλεργιογόνου (αν λ.χ. είναι τροφή, ακάρεα, γύρη, φάρμακο, λάτεξ, καλλυντικό, μούχλα κ.λπ.).
Η ανοσοσφαιρίνη IgE, όμως, μπορεί να αυξηθεί και από άλλους παράγοντες, όπως η κατανάλωση αλκοόλ (μέτρια ή μεγάλη), παρασιτικές λοιμώξεις ή αυτοάνοσες παθήσεις. Ακόμα και η λήψη ορισμένων συμπληρωμάτων ή βοτάνων (π.χ. σκόρδο) μπορεί να αυξήσει τα επίπεδά της. Γι’ αυτό τον λόγο ο γιατρός μπορεί να συστήσει περαιτέρω εξετάσεις (π.χ. δερματικά τεστ) πριν θέσει την οριστική διάγνωση της αλλεργικής αντίδρασης.