Η σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, είναι αρκετά σημαντική προκειμένου ο γιατρός σας να βγάλει συμπέρασμα και να σας δώσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή αναλόγως με το αν πάσχετα από υπέρταση ή υπόταση.
Η καρδιά «χτυπά» περισσότερο από 100.000 φορές την ημέρα και κάθε φορά που «χτυπά», διώχνει μια ποσότητα αίματος στις αρτηρίες μας, ασκώντας τους πίεση.
Μεταξύ δύο χτύπων η καρδιά ξεκουράζεται και γεμίζει με αίμα.
Έτσι η αρτηριακή πίεση εκφράζεται με δύο αριθμούς:
• Ο πρώτος αριθμός είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο τοίχωμα των αρτηριών καθώς φεύγει από την καρδιά. Αυτός ονομάζεται συστολική πίεση ή μεγάλη.
• Ο δεύτερος αριθμός είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών όταν η καρδιά πια ξεκουράζεται. Αυτός ονομάζεται διαστολική πίεση ή μικρή.
Από τι προκαλείται η υψηλή αρτηριακή πίεση;
Συνήθως, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται με την πάροδο των χρόνων χωρίς εμφανές αίτιο, με την πλειονότητα των υπερτασικών (95%) να εμφανίζουν τη λεγόμενη «ιδιοπαθή» υπέρταση που σχετίζεται με παράγοντες όπως:
- η προχωρημένη ηλικία
- η ακατάλληλη διατροφή
- η παχυσαρκία
- η μακροχρόνια πρόσληψη αυξημένης ποσότητας αλατιού
- η καθιστική ζωή
- η έλλειψη άσκησης ή η συνεχής υιοθέτηση ανθυγιεινών συνηθειών, όπως το κάπνισμα
Αυτή η υψηλή αρτηριακή πίεση ονομάζεται ιδιοπαθής υπέρταση. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε παιδιά.
Σε άτομα με υπερτασικούς και τους δύο γονείς, η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης ξεπερνά το 70%. Σε άτομα με έναν γονιό υπερτασικό η πιθανότητα είναι περίπου 30% και σε όσους δεν έχουν υπερτασικούς γονείς φτάνει περίπου στο 15%.
Τι συμπτώματα προκαλεί η υψηλή αρτηριακή πίεση;
Παρά τη διαδεδομένη πεποίθηση για το αντίθετο, η υψηλή αρτηριακή πίεση σπανίως εκδηλώνεται με συμπτώματα. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι ζωτικής σημασίας να ελέγχουμε την πίεσή μας περιοδικά, ακόμα κι αν δεν αντιμετωπίζουμε κάποια συμπτώματα.
Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις σοβαρής υπερτασικής κρίσης (με τιμές άνω των 200 mmHg), ενδέχεται να προκαλείται πονοκέφαλος, διαταραχές όρασης, αίσθηση έμετου ή πόνος στο στήθος.
Σε ασθενείς με προϋπάρχουσα σοβαρή καρδιοπάθεια, μπορεί να προκληθεί, πνευμονικό οίδημα ή καρδιακό επεισόδιο.
Πώς μετράμε σωστά την αρτηριακή πίεση;
Για να μετρήσετε σωστά την αρτηριακή πίεση, ακολουθείστε τα παρακάτω βήματα:
• Αποφύγετε την κατανάλωση καφέ, ροφημάτων/αναψυκτικών με καφεΐνη και το κάπνισμα για 30 λεπτά πριν από τη μέτρηση.
• Καθίστε άνετα, με τα πόδια να είναι σταθερά στο έδαφος και χαλαρώστε για 5 λεπτά.
• Προτιμήστε πιστοποιημένο πιεσόμετρο, με περιχειρίδα βραχίονα παρά καρπού
• Χαλαρώστε το βραχίονα από σφικτά ρούχα.
• Στηρίξτε το χέρι σας σε σταθερό σημείο και πραγματοποιήστε τις μετρήσεις πάντα στο ίδιο χέρι – συνήθως εκείνο στο οποίο παρατηρείτε υψηλότερη πίεση. Την πρώτη φορά η μέτρηση πρέπει να γίνει και στα δύο χέρια.
• Επιλέξτε το σωστό μέγεθος περιχειρίδας ανάλογα με την περίμετρο του βραχίονα για να αποφευχθούν λάθη μέτρησης. Συμβουλευτείτε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.
• Αγνοήστε την πρώτη μέτρηση και στη συνέχεια επαναλάβετε άλλες δύο φορές με διαφορά 1-2 λεπτά. Υπολογίστε το μέσο όρο και καταγράψτε την τιμή.
• Αν μετρήσετε την αρτηριακή πίεση στο σπίτι θα πρέπει να μετρηθεί η πίεση δύο φορές και λαμβάνουμε τον μέσο όρο των δύο μετρήσεων.
• Σημειώστε την ώρα τελευταίας λήψης αντιυπερτασικού φαρμάκου.
Πριν επισκεφθείτε τον γιατρό σας για τη ρύθμιση της αντιυπερτασικής αγωγής, είναι σημαντικό να καταγράψετε τις μετρήσεις σας δύο φορές την ημέρα για τουλάχιστον τρεις ημέρες:
• Το πρωί, αφού σηκωθείτε, πριν από τη λήψη της αντιυπερτασικής αγωγής και πριν το πρωινό γεύμα.
• Το βράδυ, πριν από το βραδινό γεύμα.
Ποια είναι τα επιθυμητά όρια αρτηριακής πίεσης;
Η επιθυμητή αρτηριακή πίεση σε υγιείς ενήλικες πρέπει να είναι κάτω από 140 mmHg για τη συστολική και κάτω από 90 mmHg για τη διαστολική.
Οποιαδήποτε τιμή αρτηριακής πίεσης που υπερβαίνει τα 140 mmHg για τη συστολική και τα 90 mmHg για τη διαστολική θεωρείται υπέρταση.
Η μη αντιμετώπιση της υπέρτασης μετατρέπει σταδιακά τις αρτηρίες από ελαστικές και εσωτερικές σε σκληρές και ανελαστικές, ευάλωτες σε τραυματισμούς και αθηροσκλήρυνση, αυξάνοντας σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής νόσου, εγκεφαλικών επεισοδίων, νεφρικής δυσλειτουργίας, προβλημάτων στα μάτια και νευρολογικών διαταραχών.