Σύμφωνα με τους επιστήμονες, περίπου το 20% των ανθρώπων που επιβιώνουν από ισχαιμικό εγκεφαλικό, έχουν ακανόνιστο καρδιακό ρυθμό, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όταν το εγκεφαλικό προκαλείται από σκλήρυνση των αρτηριών, οι ασθενείς δεν παρακολουθούνται επαρκώς για κολπική μαρμαρυγή (την πιο κοινή διαταραχή του καρδιακού ρυθμού) μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Το να βασίζεται κανείς σε εξετάσεις ρουτίνας δεν αρκεί, όπως δεν αρκεί και η συνεχής παρακολούθηση των ασθενών επί 30 ημέρες. Ακόμα κι αν αποκλειστεί η κολπική μαρμαρυγή τις πρώτες 30 ημέρες, τα περισσότερα περιστατικά χάνονται, επειδή, όπως διαπιστώσαμε, πάνω από το 80% των επεισοδίων εντοπίζονται μετά την παρέλευση 30 ημερών από το εγκεφαλικό», εξηγεί.
Η τριετής μελέτη παρακολούθησε επιζώντες από ισχαιμικό εγκεφαλικό – συγκεκριμένα, άτομα με στένωση των αρτηριών (αθηροσκλήρωση), η οποία προκάλεσε θρόμβο στον εγκέφαλο. Η έρευνα δεν συμπεριέλαβε άτομα των οποίων ο θρόμβος προήλθε από την καρδιά.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα εντόπιζε συχνά ακανόνιστο ρυθμό που διαρκούσε πάνω από 10 λεπτά, είπε ο Schwamm.
«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι 6 λεπτά κολπικής μαρμαρυγής αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εγκεφαλικού», πρόσθεσε.
«Γνωρίζουμε ότι περίπου το 25% των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων συμβαίνουν σε ασθενείς που έχουν επιβιώσει από προηγούμενο εγκεφαλικό. Αυτό οδηγεί την προσπάθειά μας να κατανοήσουμε όχι μόνο την αιτία του πιο πρόσφατου εγκεφαλικού, αλλά και τον κίνδυνο για μελλοντικά εγκεφαλικά λόγω όλων των αιτιών, ώστε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να τα αποτρέψουμε».
Ο ειδικός είπε ότι η μη διαγνωσμένη κολπική μαρμαρυγή μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ενός επακόλουθου εγκεφαλικού επεισοδίου που προκαλείται από έναν θρόμβο αίματος που σχηματίζεται στην καρδιά και ταξιδεύει στον εγκέφαλο.
Στη μελέτη συμμετείχαν σχεδόν 500 επιζώντες από ισχαιμικό εγκεφαλικό χωρίς διάγνωση κολπικής μαρμαρυγής με μέσο όρο ηλικίας τα 67 έτη.
Στους μισούς τοποθετήθηκε εμφυτεύσιμο καρδιακό μόνιτορ που κατέγραφε τους καρδιακούς παλμούς τους 24 ώρες την ημέρα επί τρία χρόνια.
Οι άλλοι μισοί έλαβαν τυπική θεραπεία, η οποία δεν περιελάμβανε συνεχή παρακολούθηση της καρδιάς, αλλά εξετάσεις κάθε έξι μήνες επί τρία χρόνια.
Η συσκευή συνεχούς παρακολούθησης της καρδιάς ανίχνευσε κολπική μαρμαρυγή σε πάνω από το 20% των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών. Σε όσους έλαβαν τυπική περίθαλψη, αυτό ανιχνεύθηκε μόνο στο 2,5% των ασθενών.
Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς στους οποίους η κολπική μαρμαρυγή ανιχνεύθηκε με τη χρήση της εμφυτεύσιμης συσκευής παρακολούθησης, είχαν επεισόδιο για 10 λεπτά ή περισσότερο, έδειξαν τα ευρήματα. Πάνω από τα δύο τρίτα από αυτούς, είχαν ένα επεισόδιο που διήρκεσε περισσότερο από μία ώρα.
«Διαπιστώσαμε ότι ο ρυθμός της κολπικής μαρμαρυγής συνέχισε να αυξάνεται κατά τη διάρκεια των τριών ετών, επομένως δεν είναι απλώς ένα βραχύβιο συμβάν που σχετίζεται με το αρχικό εγκεφαλικό και ξεπερνιέται από μόνο του», είπε.
Αν και τα συμπτώματα της κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να περιλαμβάνουν αίσθημα παλμών, ζάλη, κόπωση, πόνο στο στήθος και δύσπνοια, πάνω από το 80% των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη δεν είχαν συμπτώματα. Η κολπική μαρμαρυγή τους καταγράφηκε στην οθόνη.
Τα ευρήματα θα παρουσιαστούν αυτή την εβδομάδα σε συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης Εγκεφαλικών Επεισοδίων.