Αν ανήκετε και εσείς σε εκείνους που συνηθίζουν να τρώτε φαγητό αργά το βράδυ θα πρέπει να προσέξετε καθώς μπορεί άθελά σας να «χαλάτε» τον μεταβολισμό σας και να ανοίγετε τον δρόμο στην παχυσαρκία.
Όπως εξηγούν οι ειδικοί, όταν τρώμε φαγητό μετά τις 8 το βράδυ συμβαίνουν μια σειρά από μεταβολικές αλλαγές στον οργανισμό οι οποίες έχουν ως συνέπεια να καίμε λιγότερες θερμίδες.
Επιπλέον, εντείνεται η ανάγκη για τροφή και συμβαίνουν αλλαγές στον λιπώδη ιστό που ευνοούν την αύξηση του βάρους.
Μία από τις πιο πρόσφατες μελέτες για το θέμα δημοσιεύθηκε το 2022 στην ιατρική επιθεώρηση Cell Metabolism. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ενέταξαν σε αυτήν 16 υπέρβαρους ή παχύσαρκους εθελοντές, μέσης ηλικίας 37 ετών. Οι πέντε ήταν γυναίκες.
Στη διάρκεια της μελέτης οι εθελοντές υποβάλλονταν σε διάφορες μετρήσεις. Πριν από αυτές, ακολουθούσαν επί 2-3 εβδομάδες συγκεκριμένα προγράμματα ύπνου στο σπίτι τους. Ωστόσο ακολουθούσαν απαρέγκλιτα το ίδιο διαιτολόγιο. Επιπλέον, έπρεπε να τρώνε το φαγητό τους σε συγκεκριμένες ώρες.
Ανάμεσα στα προγράμματα διατροφής που εξετάστηκαν συμπεριλαμβανόταν και ένα κατά το οποίο έτρωγαν το βραδινό φαγητό τους στις 12 το μεσάνυχτα. Για καλή υγεία, η πάγια σύσταση των ειδικών είναι να τρώμε νωρίς το τελευταίο γεύμα της ημέρας – ιδανικά έως τις 8 το βράδυ.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ανέφεραν πόση πείνα ένιωθαν και πόση όρεξη για φαγητό είχαν. Υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος και σε μέτρηση της σωματικής θερμοκρασίας και των καύσεών τους. Παρείχαν επίσης δείγματα λιπώδους ιστού, τα οποία αναλύθηκαν.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, το φαγητό αργά τη νύχτα συσχετίσθηκε με αυξημένο αίσθημα πείνας. Αυτό οφειλόταν σε αλλαγές στα επίπεδα των δύο κύριων ορμονών που ρυθμίζουν την πείνα. Αυτές είναι:
- Η γκρελίνη, η οποία διεγείρει το αίσθημα της πείνας
- Η λεπτίνη, η οποία το καταστέλλει
Η μελέτη έδειξε πως το φαγητό αργά τη νύχτα σχετίζεται με μείωση κατά 16% στα επίπεδα της λεπτίνης. Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι αυτό παρατηρήθηκε χωρίς να αλλάξουν τίποτα οι συμμετέχοντες στη διατροφή τους, εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Frank Scheer, καθηγητής Ιατρικής Ύπνου στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Οι ερευνητές συνεχίζουν την έρευνά τους για να εξακριβώσουν αν τα ευρήματά τους ισχύουν και στην αληθινή ζωή, όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι λιγότερο ελεγχόμενες απ’ όσο στο πλαίσιο μιας επιστημονικής μελέτης.