Το λίγο αλκοόλ μπορεί να μειώνει τη χρόνια φλεγμονή στο σώμα, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία.
Ειδικότερα, διεθνής ομάδα ερευνητών ανακάλυψαν ότι η ιδανική ποσότητα είναι έως ένα ποτό την ημέρα ή συνολικά επτά την εβδομάδα.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες ωστόσο, σχετίζονται με αυξημένους κινδύνους για την υγεία.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το λίγο αλκοόλ πιθανώς καταπολεμά έμμεσα τη φλεγμονή, μειώνοντας το στρες, το οποίο είναι γνωστό ότι την πυροδοτεί. Υπογραμμίζουν ωστόσο, ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει κανείς τη συνιστώμενη ποσότητα.
Είναι γνωστό ότι η οξεία φλεγμονή είναι η άμεση αντίδραση στο τραύμα, η χαμηλού βαθμού χρόνια φλεγμονή ωστόσο, σχετίζεται με νοσήματα όπως το άσθμα, η αθηροσκλήρωση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, αλλά και οι ψυχικές παθήσεις, ο καρκίνος, ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η νέα μελέτη επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ και το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ανέλυσε δεδομένα από 3.101 Βρετανούς, οι οποίοι ανέφεραν τις ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωναν στις ηλικίες των 34 και 42 ετών. Στην ηλικία των 46 είχαν υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις, με τις οποίες μετρήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), η οποία αποτελεί δείκτη φλεγμονής στον οργανισμό. Τα υψηλά επίπεδά της υποδηλώνουν ότι υπάρχει φλεγμονή σε αγγεία, ιστούς ή/και όργανα.
Μεταξύ των εθελοντών που ανέφεραν συστηματική, χαμηλή προς μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, καταγράφηκαν χαμηλότερα επίπεδα CRP.
Η κατανάλωση αυτή ήταν έως ένα ποτό την ημέρα (έως 7 την εβδομάδα). Οι εθελοντές που δεν κατανάλωναν καθόλου αλκοόλ ή έπιναν περιστασιακά είχαν αισθητά υψηλότερη CRP.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα ευρήματά τους πρέπει να επαληθευτούν και σε άλλες μελέτες για να θεωρηθούν οριστικά. Διευκρινίζουν ωστόσο, ότι συμβαδίζουν με εκείνα προηγούμενων μελετών.
«Η κατάχρηση αλκοόλ ευθύνεται παγκοσμίως για σημαντική νοσηρότητα. Εν τούτοις, μερικές μελέτες υποδηλώνουν ότι, σε σύγκριση με την πλήρη αποχή, τα χαμηλά επίπεδα αλκοόλ μπορεί να είναι ωφέλιμα, όσον αφορά τη φλεγμονή», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Rachel Visontay, από το Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Drug and Alcohol Dependence.