Όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες «χτυπούν» τη χώρα μας ντυνόμαστε όσο πιο ζεστά μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε το κρύο, ξεχνώντας όμως ότι προστασία χρειάζονται και τα μάτια μας.
Είναι γεγονός ότι τα μάτια είναι από τα πιο ευαίσθητα όργανα του σώματος, γιατί απλά είναι τα πιο εκτεθειμένα.Είναι έτσι ευάλωτα στις ακραίες αποκλίσεις (έντονο κρύο, αέρας) από τη φυσιολογία του σώματος μας που είναι οι 36,8 και υγρασία 50 έως 60%. Ευτυχώς διαθέτουν μέτρα αυτοπροστασίας: τις βλεφαρίδες, τα βλέφαρα και τα «αλμυρά» δάκρυα για να αντέξουν το κρύο. Καθώς το αλατόνερο παγώνει σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες απ ό,τι το γλυκό νερό, τα μάτια μας παραμένουν υγρά ακόμα και όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.
«Τα μάτια είναι από τα πιο ευαίσθητα όργανα του σώματος, επειδή είναι τα πιο εκτεθειμένα», αναφέρει ο χειρουργός-οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU). «Έτσι είναι ευάλωτα στις ακραίες αποκλίσεις από τη φυσιολογία του σώματος μας, που είναι περί τους 37 βαθμούς Κελσίου και υγρασία 50-60%».
Για να προστατευθούν τα μάτια διαθέτουν φυσικό «εξοπλισμό» προστασίας. Βλεφαρίδες, βλέφαρα και δάκρυα μπορούν να τα βοηθήσουν να αντέξουν το κρύο.
«Τα δάκρυα είναι αλμυρά και το αλατόνερο παγώνει σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες απ’ ό,τι το γλυκό νερό. Έτσι, τα μάτια μας παραμένουν υγρά ακόμα και όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου. Τα προστατεύει ακόμα και η θερμότητα που παράγει το σώμα μας», συμπληρώνει ο κ. Κανελλόπουλος.
Η ξηροφθαλμία
Η παγωνιά όμως μπορεί να διαταράξει την όραση και να προκαλέσει ενοχλητικά συμπτώματα στα μάτια. Μία από τις κυριότερες αιτίες που συμβαίνει αυτό είναι η ξηροφθαλμία. Όταν ο καιρός είναι πολύ κρύος, παράγουμε διαρκώς δάκρυα, τα οποία στη συνέχεια εξατμίζονται, οπότε τα μάτια πρέπει να ανανεώνουν συνεχώς τις παραγόμενες ποσότητες.
Ο παγωμένος αέρας, όμως, επιταχύνει την εξάτμιση των δακρύων. Αυτό έχει ως επακόλουθο να είναι η ξηροφθαλμία πολύ πιο συχνή τον χειμώνα απ’ ό,τι τους άλλους μήνες του χρόνου. Μάλιστα μπορεί να την εντείνει τον χειμώνα η μειωμένη υγρασία στους εσωτερικούς χώρους που θερμαίνονται με συστήματα κεντρικής θέρμανσης.
Η ξηροφθαλμία δεν είναι απλώς μια ενοχλητική κατάσταση που κάνει τα μάτια να κοκκινίζουν. Μεταξύ άλλων μπορεί να προκαλέσει:
- Ανυπόφορο κνησμό (φαγούρα)
- Αίσθημα καύσου (κάψιμο) στα μάτια
- Να κάνει τα βλέφαρα να «κολλάνε» μεταξύ τους
- Να προκαλεί μια αίσθηση σαν να υπάρχει ξένο σώμα μέσα στο μάτι.
Τι μπορείτε να κάνετε
Για να προστατευθείτε από αυτήν, να αποφεύγετε τις συνθήκες που την ευνοούν, συνιστά ο κ. Κανελλόπουλος. Μία τέτοια συνθήκη είναι, παραδείγματος χάριν, το στέγνωμα των μαλλιών με το πιστολάκι, ιδίως όταν ο ζεστός αέρας κατευθύνεται στο πρόσωπό σας.
Καλό είναι να αφήνετε τα μαλλιά σας τυλιγμένα με μία πετσέτα, για να στεγνώσουν μόνα τους ή να αποφεύγετε την άμεση επαφή του θερμού αέρα από το πιστολάκι με τα μάτια μας.
Επίσης να ρυθμίζετε σε σχετικά χαμηλή θερμοκρασία τον θερμοστάτη του καλοριφέρ. Η θερμοκρασία 19-20 βαθμών Κελσίου είναι πολύ καλή για να αισθάνεστε άνετοι τις ώρες που είστε ξύπνιοι. Το βράδυ να χαμηλώνετε τη θερμοκρασία ακόμα 1-2 βαθμούς.
Η χρήση προστατευτικών γυαλιών στους υπαίθριους χώρους, κυρίως όταν φυσάει δυνατός αέρας, επίσης προστατεύει από την ξηροφθαλμία. Οι σκιέρ λ.χ. φορούν γυαλιά που μοιάζουν με μάσκα, για να καλύπτουν τα μάτια τους και από τα πλάγια όταν κατεβαίνουν με ταχύτητα μία πλαγιά. Για μια βόλτα στο κρύο καλό είναι να φοράτε γυαλιά ηλίου, εφ’ όσον το επιτρέπει ο φωτισμός.
Σε περίπτωση που νιώθετε τα μάτια σας ξηρά, ρωτήστε τον οφθαλμίατρό σας αν μπορείτε να βάλετε τεχνητά δάκρυα. Αυτά συμπληρώνουν τα φυσικά και μπορεί να χρησιμοποιηθούν αρκετές φορές την ημέρα, ιδίως πριν βγείτε στο κρύο.
Καλό είναι ακόμα όταν έχει παγωνιά να μην φοράτε πολύ τους φακούς επαφής σας. Και αυτό, διότι εμποδίζουν τα δάκρυα να υγράνουν την επιφάνεια των ματιών.
Στην περίπτωση που η ατμόσφαιρα στο σπίτι σας είναι πολύ ξηρή, ίσως πρέπει να χρησιμοποιήσετε έναν υγραντήρα ή βρεγμένες πετσέτες πάνω στο καλοριφέρ.
Υποκείμενες αιτίες
Ωστόσο η ξηροφθαλμία δεν οφείλεται πάντοτε στο ψύχος και την κεντρική θέρμανση. Μερικές φορές έχει υποκείμενες ιατρικές αιτίες, τις οποίες μόνο ο γιατρός μπορεί να διαγνώσει.
«Αν τα προαναφερθέντα μέτρα αυτοβοήθειας δεν βελτιώνουν την κατάσταση, καλό είναι να μιλήσετε πάλι με τον οφθαλμίατρό σας για να σας πει τι πρέπει να κάνετε», συνιστά ο κ. Κανελλόπουλος. «Το σύνδρομο Sjögren, που σύνηθες αυτοάνοσο κυρίως στις γυναίκες, διάφορες λοιμώξεις των ματιών, η έλλειψη βιταμίνης Α, η κακή χρήση των φακών επαφής, η ανεπάρκεια των μεϊβομιανών αδένων των βλεφάρων κ.λπ., ευθύνονται συχνά για την ξηρότητα στα μάτια».
Πάντως τώρα τον χειμώνα συχνά τα μάτια «τρέχουν» όταν βγαίνουμε στον παγωμένο αέρα, λόγω της υπερβολικά αυξημένης παραγωγής δακρύων. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δακρυϊκοί αδένες προσπαθούν να τα διατηρήσουν επαρκώς ενυδατωμένα. Στην περίπτωση αυτή, η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως η ξηροφθαλμία.
Φωτοκερατίτιδα και παγωμένος αέρας
Η φωτοκερατίτιδα είναι ένα άλλο πιθανό πρόβλημα τον χειμώνα. Πρόκειται για έγκαυμα στον κερατοειδή που προκαλείται από βλάβη των κυττάρων του εξαιτίας της υπεριώδους ακτινοβολίας του ηλίου.
Η κατάσταση είναι πιο συχνή σε όσους βγαίνουν στα χιόνια χωρίς γυαλιά ηλίου, καθώς το χιόνι αντανακλά σε σημαντικό βαθμό την UV. Είναι πάρα πολύ επώδυνη και μπορεί να προκαλέσει θόλωμα της όρασης. Όμως οι συνέπειες αυτές είναι συνήθως παροδικές (κατά κανόνα υποχωρούν σε 1-2 μέρες), εφ’ όσον διακόψετε αμέσως την έκθεση των ματιών σας στην UV.
Στην περίπτωση που πρέπει να εκτεθείτε για πολλή ώρα στο ψύχος, ένας άλλος κίνδυνος είναι οι αλλαγές στην όραση λόγω συστολής των αιμοφόρων αγγείων των ματιών. Μπορεί να παρατηρήσετε θόλωμα της όρασης και διπλωπία (θα τα βλέπετε όλα διπλά). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να μεταβείτε σε έναν θερμαινόμενο χώρο, τονίζει ο κ. Κανελλόπουλος.
Αν μέσα σε μισή ώρα η όρασή σας δεν έχει επανέλθει στο φυσιολογικό, πρέπει να συμβουλευθείτε έναν οφθαλμίατρο. Όλα τα παραπάνω φυσικά, επηρεάζουν με αντίστοιχο τρόπο και όσους φορούν φακούς επαφής.
«Αν και πολλά από τα ύποπτα συμπτώματα υποχωρούν καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία, μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνα εάν έχουν κάποια άγνωστη, υποκείμενη αιτία και δεν οφείλονται στην παγωνιά. Γι’ αυτό τον λόγο, καλό είναι να συμβουλευόμαστε πάντα τον οφθαλμίατρό μας», καταλήγει ο καθηγητής.