Αρκετές είναι οι μελέτες που έχουν συνδέσει τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, διαβήτη και καρδιακών παθήσεων.
Μάλιστα, πρόσφατες μελέτες δείχνουν συσχέτιση μεταξύ υψηλών επιπέδων ουρικού οξέος και κολπικής μαρμαρυγής, αλλά τα στοιχεία είναι περιορισμένα.
Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί την πιο συχνή αιτία ακανόνιστων καρδιακών παλμών στους ηλικιωμένους, ενώ ο επιπολασμός της αυξάνεται παγκοσμίως.
Το ουρικό οξύ είναι μια χημική ουσία που παράγεται όταν ο οργανισμός διασπά τις πουρίνες, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στο αλκοόλ, ειδικά στη μπύρα, και σε τρόφιμα όπως το κόκκινο κρέας, το μπέικον, το μοσχάρι, τα όργανα ζώων και ορισμένα είδη θαλασσινών, όπως ο γαύρος, οι σαρδέλες, τα χτένια, οι ρέγγες και τα μύδια.
Τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος στη μέση ηλικία μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής κατά τις επόμενες δεκαετίες, ακόμη και σε άτομα χωρίς παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου.
Οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου -συμπεριλαμβανομένων της μεγαλύτερης ηλικίας, του ανδρικού φύλου, του καπνίσματος, της παχυσαρκίας, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της υψηλής χοληστερόλης και του διαβήτη τύπου 2- δεν εξηγούν πλήρως τον αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, σύμφωνα με τον Δρα Elsayed Soliman, καθηγητή καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Wake Forest στο Winston-Salem της Βόρειας Καρολίνας.
«Γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναζητήσουμε άλλους παράγοντες κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής, στους οποίους μπορούμε να παρέμβουμε», δήλωσε.
Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το ουρικό οξύ μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κολπικής μαρμαρυγής, τους ακανόνιστου καρδιακού παλμού που μπορεί να οδηγήσει σε θρόμβους, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια και άλλες καρδιακές επιπλοκές.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 339.604 συμμετέχοντες από τη Σουηδία για 26 χρόνια κατά μέσο όρο. Οι συμμετέχοντες ήταν 30 έως 60 ετών και δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο κατά τη στιγμή της εγγραφής τους στη μελέτη. Το ουρικό οξύ μετρήθηκε τουλάχιστον μία φορά με εξέταση αίματος. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες, με βάση τα επίπεδα ουρικού οξέος από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής αυξανόταν όσο αυξάνονταν τα επίπεδα ουρικού οξέος.
Συνολικά, όσοι είχαν τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος, είχαν 45% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής από εκείνους με τα χαμηλότερα επίπεδα.
Τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος αύξησαν τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής ακόμη και στους συμμετέχοντες που δεν είχαν αναπτύξει υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη, στεφανιαία νόσο ή καρδιακή ανεπάρκεια κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.
Αυτό εξέπληξε τους ερευνητές, οι οποίοι ανέφεραν ότι το ουρικό οξύ μπορεί να μην λειτουργεί μόνο μέσω καρδιομεταβολικών μηχανισμών για να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, αλλά να έχει άμεση επίδραση στην ανάπτυξη της καρδιακής ανωμαλίας μέσω άλλων μηχανισμών.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να εντοπιστούν αυτοί οι μηχανισμοί, αν και φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο η φλεγμονή.
Το επόμενο βήμα είναι να διερευνηθεί αν η μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής.
Τα φάρμακα και οι αλλαγές στη διατροφή, όπως η μείωση του αλκοόλ και των τροφών που είναι πλούσιες σε πουρίνες, μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα του ουρικού οξέος.