Ένα από τα βασικά επιχειρήµατα των απανταχού βίγκαν – ώστε να πείσουν κι άλλους να σταµατήσουν να τρώνε γαλακτοκοµικά, αβγά, κόκκινο κρέας, θαλασσινά, ψάρι και κοτόπουλο – είναι ότι όταν κάποιος γίνεται βίγκαν αποκτά µία τεράστια ευκαιρία να µάθει περισσότερα για την επιστήµη της διατροφής, για το µαγείρεµα, αλλά και να κάνει ένα τεράστιο καλό στην υγεία του.
Αποκλείοντας τα ζωικά προϊόντα από τη διατροφή του και τρώγοντας µόνο τροφές φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δηµητριακά, ξηρούς καρπούς κ.ά.) αποτοξινώνεται, µειώνει τη χοληστερίνη του, την αρτηριακή του πίεση, την πιθανότητα να εµφανίσει κάποια είδη καρκίνου και καρδιαγγειακών προβληµάτων, αυξάνει την προοπτική της µακροζωίας του, πιθανώς ρίχνει και την ένδειξη της ζυγαριάς του.
Ισχύει άραγε αυτό; Να γίνουµε βίγκαν ώστε να κάνουµε καλό στην υγεία µας; Η απάντηση δεν είναι ένα απλό ναι ή όχι. Αν κάποιος τρώει µόνο χόρτα, φακές, κολοκύθια και καρύδια και όλα αυτά συνοδευόµενα από έξτρα παρθένο ελαιόλαδο τότε σίγουρα κερδίζει πολλά. Αλλωστε, κάθε διατροφολόγος, οικολόγος, γιατρός, περιβαλλοντολόγος, θα µας διαβεβαιώσει ότι αν τρώµε λιγότερο κρέας και περισσότερα λαχανικά µόνο να κερδίσουµε έχουµε. Εδώ όµως έρχεται να µπει ένα µεγάλο «αλλά» και να τονίσει ότι οι βίγκαν δεν τρέφονται αποκλειστικά µε σαλάτες, όσπρια και λαδερά αλλά συχνά επιλέγουν υποκατάστατα τυριού, κρέατος ή άλλα συσκευασµένα βίγκαν προϊόντα. Και τότε τα πράγµατα αλλάζουν…
Όλο και περισσότερα βίγκαν τρόφιμα στην αγορά
Αλλεργικοί, δυσανεκτικοί, φιλόζωοι, υγιεινιστές, όσοι ενδιαφέρονται για το περιβάλλον ή/και τα δικαιώματα των ζώων, αλλά και όσοι απλώς θέλουν να διευρύνουν τους διατροφικούς τους ορίζοντες εστιάζουν στη χορτοφαγία, που ξεπερνά, όπως αναφέραμε και παραπάνω, τις σαλάτες, τα όσπρια και τα κλασικά λαδερά ελληνικά πιάτα. Πλέον, στα χορτοφαγικά εδέσματα συμπεριλαμβάνονται πάρα πολλά βιομηχανοποιημένα προϊόντα, τα βρίσκουμε βέβαια κυρίως στο εξωτερικό αλλά όλο και περισσότερο έρχονται και στην Ελλάδα. Εστιατόρια, φαστ φουντ, ζαχαροπλαστεία, σουπερμάρκετ, κυρίως στην υπόλοιπη Ευρώπη (η Μεγάλη Βρετανία είναι πλέον πρωτοπόρος, παίρνοντας την πρώτη θέση που κατείχε η Γερμανία στη βίγκαν αγορά) αλλά και στην Ελλάδα, προσφέρουν όλο και περισσότερες βίγκαν επιλογές που όχι μόνο δεν περιλαμβάνουν γαλακτοκομικά και κρέας αλλά έχουν στα συστατικά τους άλλες πρώτες ύλες που μιμούνται κάθε φορά το τυρί, το κρέας, ακόμα και το αβγό… Και για του λόγου το αληθές μιλάνε τα νούμερα, καθώς 1 στα 6 διατροφικά προϊόντα που λανσαρίστηκαν στη βρετανική αγορά το 2018 έλεγαν ότι είναι βίγκαν ή ότι είναι τελείως ελεύθερο ζωικών προϊόντων. Επίσης, συνολικά, 1 στα 10 (9%) τρόφιμα που βγήκαν στην ευρωπαϊκή αγορά το 2018 είχε την ένδειξη βίγκαν, σε αντίθεση με το 2015 που τα εν λόγω τύπου προϊόντα αντιπροσώπευαν μόνο το 5%.
Τι περιέχουν όμως τα βίγκαν προϊόντα;
Από τι είναι φτιαγμένα τα λουκάνικα, το τυρί, οι ψαροκροκέτες, οι κροκέτες κοτόπουλου, το βίγκαν αβγό ή το μπιφτέκι; Αν κάνουμε τον κόπο να ρίξουμε μία ματιά στα συστατικά όλων αυτών των τροφίμων – εκτός του ότι θα χρειαστούμε πολύ χρόνο αφού ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς – θα συναντήσουμε πάρα πολλές άγνωστες λέξεις τις οποίες θα πρέπει να έχουμε αποφασίσει ότι θα βάλουμε, αν όχι στο λεξιλόγιό μας, στο διαιτολόγιό μας, που προφανώς είναι και σημαντικότερο στην προκειμένη περίπτωση. Φυσικά, την ίδια στιγμή θα βρούμε και λέξεις που περιγράφουν συστατικά θρεπτικά και υγιεινά όπως είναι η σόγια, οι ξηροί καρποί, δημητριακά και σπόροι όπως το τσία, η κινόα, το κεχρί, το φαγόπυρο, το κουόρν που αποτελούν βασικές πηγές φυτικών πρωτεϊνών, που προσφέρουν αμινοξέα στον οργανισμό.
Τι λένε οι ειδικοί; Οι απόψεις διίστανται και κάποιοι ισχυρίζονται ότι αν τα εν λόγω προϊόντα δεν περιέχουν πολύ αλάτι, λίπος ή ζάχαρη δεν χρειάζεται να ανησυχούμε ενώ άλλοι μας αποτρέπουν από το να βάζουμε στο στόμα μας τρόφιμα των οποίων τα συστατικά δεν μπορούμε να προφέρουμε. Σε κάθε περίπτωση αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι όλα αυτά τα τρόφιμα είναι επεξεργασμένα, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με τα αλλαντικά ή τα μπισκότα που αγοράζουμε από το σουπερμάρκετ.
Λαχανικά, φρούτα, καρποί και λίγο κρέας;
Οι εποχές αλλάζουν όμως θα πει κάποιος. Οι καταναλωτές πλέον έχουν περισσότερη διάθεση να αφήσουν τα όσα έχουν συνηθίσει, να πειραματιστούν, να φροντίσουν την υγεία τους, να βάλουν όρια στα όσα κάνουν και να χρησιμοποιήσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ρωτήσουν, να διερευνήσουν αλλά και για ανταλλάξουν απόψεις και… συνταγές. Ετσι, εκτός από τα ποσοστά των διαφόρων ειδών χορτοφαγίας που αυξάνονται, άνθηση γνωρίζει και μία άλλη διατροφική τάση – ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία, που αποτελεί πρωτοπόρο σε ανάλογα κινήματα – που είναι οι «flexitarians», όρος που χρησιμοποιούν οι Αγγλοσάξονες για να περιγράψουν όσους τρέφονται κυρίως με λαχανικά αλλά τρώνε κοτόπουλο, κρέας και ψάρι σε σπάνιες περιπτώσεις.
Μάλιστα οι «flexitarians» υπολογίζονται περίπου σε 22 εκατομμύρια αυτή τη στιγμή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν σκεφτούμε λίγο καλύτερα τα όσα πρεσβεύουν οι «flexitarians», θα δούμε ότι οι βασικές τους αρχές δεν διαφέρουν πολύ από τις οδηγίες της μεσογειακής διατροφής που μας προτρέπει να περιορίζουμε το κόκκινο κρέας σε Κυριακές, γιορτές και ειδικές περιστάσεις και μάλιστα να επιλέγουμε κυρίως αρνί και χοιρινό και όχι μοσχάρι, που θεωρείται το πλέον επιβαρυντικό για το περιβάλλον. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν οι «flexitarians» είναι οπαδοί της παραδοσιακής, ποιοτικής μεσογειακής διατροφής, όπου τρώμε κυρίως όσα παράγει η γη μας, φρέσκα και ποιοτικά και περιορίζουμε τα ζωικά προϊόντα, σε εκείνα που προέρχονται από ζώα που γνωρίζουμε πώς έχουν τραφεί και μεγαλώσει, και τα καταναλώνουμε σε σπανιότερες περιπτώσεις.