Μια νέα έρευνα διαπίστωσε ότι οι χορτοφάγοι είναι πιο ευάλωτοι σε κατάγματα των οστών και ειδικά του ισχίου.
Οι χορτοφάγοι (vegetarians), οι ολικοί χορτοφάγοι που δεν τρώνε καθόλου ζωικά προϊόντα (vegans) και οι ψαροφάγοι που δεν τρώνε κρέας (pescetarians) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να σπάσουν κάποιο οστό, πιθανώς εξαιτίας αφενός της έλλειψης ασβεστίου και πρωτεϊνών, και αφετέρου του γεγονότος ότι συνήθως είναι πολύ αδύνατοι.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο-διατροφολόγο δρα Τάμι Τονγκ του Τμήματος Υγείας του Πληθυσμού του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ανέλυσαν -στο πλαίσιο της μακρόχρονης διατροφολογικής έρευνας EPIC-Oxford- στοιχεία για σχεδόν 55.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 45 ετών στην αρχή της μελέτης, από τους οποίους 29.380 έτρωγαν κρέας, 8.037 έτρωγαν ψάρια αλλά όχι κρέας, 15.499 ήταν χορτοφάγοι που έτρωγαν ζωικά προϊόντα αλλά όχι κρέας, ενώ 1.982 ήταν ολικοί χορτοφάγοι.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί 18 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων συνέβησαν συνολικά 3.941 κατάγματα.
Διαπιστώθηκε ότι, σε σχέση με τους κρεατοφάγους, οι ολικοί χορτοφάγοι (vegans) είχαν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα ολικών καταγμάτων στο σώμα τους, καθώς επίσης σε συγκεκριμένα σημεία (ισχία, πόδια, σπονδυλική στήλη).
Οι απλοί χορτοφάγοι (vegetarians) και οι ψαροφάγοι είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάγματος κυρίως στα ισχία (γοφούς) περίπου κατά 25%.
«Η μεγαλύτερη διαφορά κινδύνου μεταξύ κρεατοφάγων και φυτοφάγων αφορά τα κατάγματα ισχίου, όπου ο κίνδυνος για τους ολικούς χορτοφάγους είναι 2,3 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με όσους τρώνε κρέας», ανέφερε η Τονγκ.
Δεν βρέθηκε διαφορά κινδύνου -ανάλογα με το είδος διατροφής- σε ορισμένα άλλα κατάγματα, όπως βραχίονα (μπράτσου), καρπού του χεριού ή αστραγάλου.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι ο μικρός δείκτης μάζας σώματος σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για κάταγμα ισχίου, ενώ τα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και πρωτεϊνών έχουν και τα δύο σχετιστεί με χειρότερη υγεία των οστών και αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ειδικά οι ολικοί χορτοφάγοι (vegans) έχουν κατά μέσο όρο τόσο μικρότερο δείκτη μάζας σώματος (είναι συνήθως πολύ αδύνατοι), όσο και χαμηλότερα επίπεδα ασβεστίου και πρωτεϊνών, σε σχέση με όσους τρώνε κρέας.
Η Τονγκ διευκρίνισε ωστόσο, ότι «οι ισορροπημένες και κατά βάση χορτοφαγικές δίαιτες μπορούν να οδηγήσουν σε βελτιωμένα επίπεδα θρεπτικών ουσιών και έχουν σχετιστεί με μικρότερους κινδύνους για διάφορες παθήσεις, όπως καρδιοπάθεια και διαβήτη.
Οι άνθρωποι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τα οφέλη όσο και τους κινδύνους των διατροφικών επιλογών τους και να διασφαλίζουν ότι έχουν επαρκή επίπεδα ασβεστίου και πρωτεϊνών, καθώς επίσης ότι διατηρούν ένα υγιή δείκτη μάζας σώματος, ούτε κάτω ούτε πάνω από το κανονικό» (σ.σ. κάτω του 18,5 κάποιος είναι λιποβαρής, ενώ άνω του 25 υπέρβαρος).
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό BMC Medicine.