Τα μανιτάρια έχουν εξαιρετικά υψηλή περιεκτικότητα σε δύο αντιοξειδωτικές ουσίες που δρουν ενάντια στους βιολογικούς μηχανισμούς και μπορούν να βάλουν «φρένο» στη γήρανση.
Όπως διαπίστωσαν ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, τα μανιτάρια αποτελούν μοναδική πηγή εργοθειονίνης και γλουταθειόνης, δύο πολύ σημαντικών αντιοξειδωτικών ουσιών.
Όταν ο οργανισμός αξιοποιεί την τροφή για την παραγωγή ενέργειας παράγονται οι λεγόμενες ελεύθερες ρίζες, οι οποίες προκαλούν οξειδωτικό στρες. Οι ελεύθερες ρίζες θεωρείται ότι προκαλούν βλάβες στα κύτταρα, σε χρήσιμες πρωτεΐνες ή ακόμη και στο ίδιο το DNA.
Οι ελεύθερες ρίζες και το οξειδωτικό στρες εμπλέκονται σε ευρύ φάσμα ηλικιακών παθήσεων, όπως ο καρκίνος, η στεφανιαία νόσος και το Αλτσχάιμερ. Οι αντιοξειδωτικές ουσίες έχουν την ικανότητα να μετριάζουν αυτές τις αρνητικές επιδράσεις, επειδή εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Μπίλμαν, ομότιμο καθηγητή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, τα μανιτάρια είναι η κορυφαία διατροφική πηγή αυτών των δύο αντιοξειδωτικών ουσιών και ορισμένες ποικιλίες είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε αυτές.
Από τις 13 ποικιλίες μανιταριών που εξέτασαν οι ερευνητές, η μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε εργοθειονίνη και γλουταθειόνη φάνηκε να βρίσκεται με διαφορά στα μανιτάρια πορτσίνι ή βασιλομανίταρα.
Πιο κοινές ποικιλίες, όπως τα λευκά μανιτάρια, έχουν λιγότερα αντιοξειδωτικά από τα πορτσίνι, όμως και πάλι υπερέχουν σε αντιοξειδωτική αξία από τις περισσότερες τροφές, σημειώνουν οι ερευνητές.
Τέλος, το μαγείρεμα των μανιταριών δεν επηρεάζει την εργοθειονίνη και τη γλουταθειόνη, καθώς είναι ουσίες ιδιαίτερα ανθεκτικές στη θερμότητα.