Σύμφωνα με μελέτη. η κατανάλωση περισσότερων τροφίμων και ποτών πλούσιων σε φλαβονοειδή, όπως τα μούρα, το τσάι και το κόκκινο κρασί, μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο για άνοια κατά 28%.
Ο αριθμός των ατόμων που ζουν με άνοια παγκοσμίως προβλέπεται να τριπλασιαστεί σχεδόν, στα 153 εκατομμύρια άτομα, μέχρι το 2050, εξέλιξη που αποτελεί ολοένα μεγαλύτερη απειλή για τα ανά τον κόσμο συστήματα υγείας και πρόνοιας.
Η ηλικία και το γενετικό υπόβαθρο παραμένουν οι μεγαλύτεροι παράγοντες κινδύνου, αλλά οι ειδικοί λένε ότι σχεδόν οι μισές περιπτώσεις θα μπορούσαν να προληφθούν ή να καθυστερήσουν, ενώ αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η διατροφή μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Έρευνα με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο Queen’s του Μπέλφαστ δείχνει ότι η αύξηση της πρόσληψης τροφίμων και ποτών πλούσιων σε φλαβονοειδή θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση του κινδύνου άνοιας κατά περισσότερο από 25%.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα φλαβονοειδή, που βρίσκονται κυρίως σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης, έχουν μια σειρά από οφέλη για την υγεία, μεταξύ των οποίων και αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντικαρκινικές ιδιότητες. Έχουν επίσης συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, καθώς και με βελτιωμένη γνωστική λειτουργία.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό JAMA Network Open.
Η μελέτη για τα φλαβονοειδή και την άνοια
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα σχετικά με τη διατροφή περισσοτέρων από 120.000 ενηλίκων μεταξύ 40 και 70 ετών από τη βρετανική Biobank. Και, όπως διαπίστωσαν, η κατανάλωση έξι επιπλέον μερίδων τροφίμων πλούσιων σε φλαβονοειδή την ημέρα, ιδίως μούρων, τσαγιού και κόκκινου κρασιού, σχετίζεται με 28% χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας. Τα ευρήματα ήταν, μάλιστα, πιο αξιοσημείωτα σε άτομα με υψηλό γενετικό κίνδυνο, καθώς και σε άτομα με συμπτώματα κατάθλιψης.
«Επί του παρόντος, δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο, οπότε οι προληπτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής – και τη μείωση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους – θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν μείζονα προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία», ανέφερε σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας η πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
Να σημειωθεί πως το περασμένο μήνα, έκθεση-ορόσημο από την επιτροπή του Lancet για την άνοια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντιμετώπιση 14 τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία και συνεχίζοντας σε όλη τη διάρκεια της ζωής, θα μπορούσε να αποτρέψει ή να καθυστερήσει το 45% των περιπτώσεων άνοιας.
Στην έκθεση προστέθηκαν δύο νέοι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με το 9% των περιπτώσεων άνοιας. Περίπου το 7% των περιπτώσεων συνδέεται με την υψηλή λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας, ή «κακή» χοληστερόλη, στη μέση της ζωής, από την ηλικία των 40 ετών περίπου, ενώ το 2% αποδίδεται σε μη διορθωμένη απώλεια όρασης σε μεταγενέστερη ηλικία.
Οι νέοι παράγοντες κινδύνου προστέθηκαν στους 12 που εντοπίστηκαν από την επιτροπή του Lancet το 2020, οι οποίοι, όλοι μαζί, υπολογίζεται ότι ευθύνονται για το 36% περίπου των περιπτώσεων άνοιας.
Αυτά είναι: χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, προβλήματα ακοής, υψηλή αρτηριακή πίεση, κάπνισμα, παχυσαρκία, κατάθλιψη, σωματική αδράνεια, διαβήτης, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τραυματική εγκεφαλική βλάβη, ατμοσφαιρική ρύπανση και κοινωνική απομόνωση.