Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition, ανέλυσε τις επιπτώσεις της διατροφής με βάση το κρέας συγκριτικά με τις επιπτώσεις μιας διατροφής που δεν περιλαμβάνει κρέας, αλλά φυτικά υποκατάστατα κρέατος.
Η μελέτη διεξήχθη στη Σιγκαπούρη και περιλάμβανε ενήλικες με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη.
Τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα
Τα χορτοφαγικά προγράμματα διατροφής (vegetarian, vegan κλπ.) έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν θετικά την καρδιομεταβολική υγεία λόγω της πληθώρας βιοδραστικών συστατικών, όπως οι βιταμίνες, οι διαιτητικές ίνες, τα καροτενοειδή και άλλα. Παρά τα πλεονεκτήματα, όμως, το να ακολουθεί κανείς σταθερά μια τέτοια διατροφή δεν είναι πάντα εύκολο, καθώς η κατανάλωση κρέατος είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό, την ιστορία και τα κοινωνικά πρότυπα.
Τι γνωρίζουμε για τα φυτικά υποκατάστατα κρέατος
Τα φυτικά υποκατάστατα κρέατος στηρίζονται μεν σε βιώσιμες πηγές φυτικής προέλευσης, αλλά στόχος είναι να μοιάζουν με κανονικό κρέας, να έχουν δηλαδή παρόμοια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (χρώμα, γεύση, μυρωδιά κλπ.).
Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τα πλεονεκτήματα της φυτικής διατροφής για την καρδιομεταβολική υγεία, η βασική υπόθεση της μελέτης ήταν ότι αν κάποιος αντικαθιστούσε το κανονικό κρέας με κάποιο φυτικό ανάλογο, αυτό θα οδηγούσε σε καλύτερη καρδιομεταβολική υγεία και χαμηλότερο κίνδυνο μη μεταδοτικών ασθενειών.
Η μελέτη
Η μελέτη οργανώθηκε ως τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή 8 εβδομάδων με 89 συμμετέχοντες.
Από τους συμμετέχοντες, 44 κλήθηκαν να καταναλώνουν σταθερές ποσότητες φυτικών υποκατάστατων κρέατος και οι υπόλοιποι κρέας ζωικής προέλευσης αντίστοιχο των φυτικών υποκατάστατων.
Η κύρια μεταβλητή ήταν η LDL χοληστερόλη. Κατά δεύτερο λόγο, εξετάζονταν κάποιοι άλλοι παράγοντες κινδύνου για καρδιομεταβολικές ασθένειες (όπως η γλυκόζη και η φρουκτοζαμίνη) και διατροφικά δεδομένα.
Σε κάποιους συμμετέχοντες, μελετήθηκε επίσης η μέτρηση της περιπατητικής αρτηριακής πίεσης κατά την έναρξη της παρέμβασης και μετά από αυτήν, καθώς και η γλυκόζη σταθερά για 14 ημέρες.
Τι έδειξε η μελέτη
Σημαντικές επιδράσεις στο προφίλ λιπιδίων-λιποπρωτεϊνών δεν καταγράφηκαν.
Και τα δύο διατροφικά σχήματα συσχετίστηκαν με χαμηλότερη φρουκτοζαμίνη και υψηλότερο δείκτη HOMA-β με την πάροδο του χρόνου.
Δεν παρατηρήθηκαν εμφανείς διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σαφή οφέλη της διατροφής με φυτικά υποκατάστατα κρέατος στην καρδιομεταβολική υγεία σε σχέση με τη διατροφή με κανονικό κρέας.
Οι συμμετέχοντες που υποβλήθηκαν σε παρακολούθηση της γλυκόζης ανέφεραν πιο αποτελεσματική γλυκαιμική διαχείριση στην ομάδα που κατανάλωνε κρέας ζωικής προέλευσης.
Η περιπατητική καταγραφή της αρτηριακής πίεσης έδειξε επίσης μέτριες βελτιώσεις μετά τη διατροφή με κρέας ζωικής προέλευσης, αλλά όχι με τα υποκατάστατα κρέατος.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι τα οφέλη που έχει για την υγεία η φυτική διατροφή δεν ισχύουν στην περίπτωση που η διατροφή περιλαμβάνει υποκατάστατα κρέατος.
Κατά τη σύγκριση των φυτικών υποκατάστατων με τα αντίστοιχα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, παρατηρήθηκαν τεράστιες διαφορές στα προφίλ των μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών. Η ομάδα που κατανάλωνε κρέας ζωικής προέλευσης φάνηκε να λαμβάνει περισσότερη πρωτεΐνη μέσω της διατροφής, ενώ σε ό,τι αφορά τα μικροθρεπτικά συστατικά, τα φυτικά υποκατάστατα είχαν υψηλότερη περιεκτικότητα σε νάτριο. Το κάλιο και το ασβέστιο ήταν και αυτά σε υψηλότερα επίπεδα σε ορισμένα φυτικά υποκατάστατα.
Τα καλύτερα αποτελέσματα σχετικά με τον γλυκαιμικό δείκτη στην ομάδα των προϊόντων ζωικής προέλευσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι μια διατροφή με κανονικό κρέας περιλαμβάνει λιγότερους υδατάνθρακες και περισσότερη πρωτεΐνη σε σχέση με μια διατροφή που περιλαμβάνει υποκατάστατα κρέατος. Η βιοδιαθεσιμότητα των πρωτεϊνών δεν αξιολογήθηκε στη μελέτη, αλλά άλλες έρευνες έχουν δείξει εξασθενημένη απορρόφηση και πέψη των πρωτεϊνών από τα φυτικά υποκατάστατα σύγκριση με το κανονικό κρέας, γεγονός που επηρεάζει την έκκριση ινσουλίνης και την παραγωγή εντερικών ορμονών.
Συμπεράσματα
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δεν υποστηρίζουν την υπόθεση ότι τα φυτικά υποκατάστατα κρέατος έχουν περισσότερα οφέλη για την καρδιομεταβολική υγεία από το κανονικό κρέας.
Αντιθέτως, η ένταξη φυτικών υποκατάστατων κρέατος στη διατροφή θα μπορούσε να επηρεάσει τη διατροφική πρόσληψη και ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο τη διαχείριση του γλυκαιμικού δείκτη.
Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα κίνητρο για την ανάπτυξη μιας νέας γενιάς φυτικών υποκατάστατων κρέατος με καλύτερες διατροφικές ιδιότητες και βιοπροσβασιμότητα.