Ο περιορισμός της πρόσληψης τροφής μεταξύ 7 π.μ. και 3 μ.μ. μπορεί να σας βοηθήσει να χάσετε βάρος και να μειώσετε την αρτηριακή σας πίεση, σύμφωνα με διεθνείς ερευνητές.
Τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή σε 90 παχύσαρκους ενήλικες στις ΗΠΑ διαπίστωσε, ότι εκείνοι που έτρωγαν μόνο μέσα στο “παράθυρο” 07:00-15:00 έχασαν περίπου 2,5 κιλά περισσότερο βάρος, σε σύγκριση με εκείνους που έτρωγαν σε “παράθυρο” 12 ή περισσοτέρων ωρών μέσα στην ημέρα.
Επίσης μείωσαν την αρτηριακή τους πίεση σε διάστημα 3,5 μηνών.
“Η παρέμβαση eTRE (χρονικά περιορισμένη διατροφή νωρίς μέσα στην ημέρα) μπορεί επομένως να είναι μια αποτελεσματική θεραπεία τόσο για την παχυσαρκία όσο και για την υπέρταση”, ανέφεραν οι συγγραφείς.
“Βελτιώνει επίσης τη διάθεση, μειώνοντας την κούραση και τα αισθήματα κατάθλιψης. Όσοι μπορούν να παραμείνουν στο eTRE χάνουν περισσότερο σωματικό λίπος και λίπος από τον κοιλιά.
Επίσης, το eTRE δεν επηρέασε τους περισσότερους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου νηστείας”.
Η δοκιμή διεξήχθη μεταξύ Αυγούστου 2018 και Απριλίου 2020.
Οι συμμετέχοντες ήταν ενήλικες 25 έως 75 ετών με παχυσαρκία και οι οποίοι έλαβαν θεραπεία απώλειας βάρους από ειδικό πρόγραμμα του πανεπιστημίου της Αλαμπάμα στο Νοσοκομείο του Μπέρμιγχαμ.
“Τα δεδομένα μας υποδηλώνουν ότι το eTRE είναι εφικτό, καθώς οι συμμετέχοντες το τηρούσαν για έξι ημέρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο και οι περισσότεροι συμμετέχοντες συμμορφώθηκαν για τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα”, είπαν οι συγγραφείς.
“Παρά τις προκλήσεις της τήρησης του ωραρίου πρόσληψης τροφής όσον αφορά τις απογευματινές κοινωνικές δραστηριότητες και τα επαγγελματικά προγράμματα, η τήρηση του eTRE ήταν παρόμοια με αυτή άλλων παρεμβάσεων και η ικανοποίηση ήταν παρόμοια μεταξύ των ομάδων”.
Ωστόσο, οι συγγραφείς είπαν ότι απαιτούνται μεγαλύτερης κλίμακας δοκιμές για να επιβεβαιωθεί εάν αυτό το πρόγραμμα είναι καλύτερο για την απώλεια λίπους συγκεκριμένα.
“Οι μελλοντικές κλινικές δοκιμές θα χρειαστεί να αφορούν πολύ μεγαλύτερα μεγέθη δειγμάτων -έως περίπου 300 συμμετέχοντες- για να καθοριστεί εάν και πόσο η διαλείπουσα νηστεία επηρεάζει τη σύνθεση του σώματος και την καρδιομεταβολική υγεία”, ανέφεραν οι συγγραφείς.
“Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να διερευνήσουν εάν ο χρόνος και η διάρκεια του παραθύρου πρόσληψης τροφής επηρεάζουν αυτά τα αποτελέσματα, καθώς και να προσδιορίσουν ποιος μπορεί να συμμορφωθεί με το eTRE και ποιος όχι.
Η παρέμβαση eTRE θα πρέπει να δοκιμαστεί περαιτέρω ως μια χαμηλού κόστους, εύκολη στην εφαρμογή προσέγγιση για τη βελτίωση της υγείας και τη θεραπεία ασθενειών”, κατέληξαν.
Οι συγγραφείς σημείωσαν επίσης ότι υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί στη μελέτη τους:
“Η μελέτη μας έχει μερικούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της μέτριας διάρκειας, της εγγραφής κυρίως γυναικών και της μη επίτευξης του επιδιωκόμενου μεγέθους δείγματος, εν μέρει λόγω της πανδημίας Covid-19.
Επίσης, μετρήσαμε τη σωματική δραστηριότητα με αυτοαναφορές, όχι με επιταχυνσιομετρία, η οποία μπορεί να περιόρισε την ικανότητά μας να ανιχνεύουμε διαφορές στη φυσική δραστηριότητα μεταξύ των συμμετεχόντων.
Τέλος, μετρήσαμε τα καρδιομεταβολικά τελικά σημεία μόνο σε κατάσταση νηστείας. Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να διερευνήσει τα γλυκαιμικά τελικά σημεία στη μεταγευματική κατάσταση, ή σε μια περίοδο 24 ωρών”.