Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων της ευλογιάς των πιθήκων παγκοσμίως έχει φθάσει τα 219, πέραν των χωρών της Αφρικής, όπου η νόσος είναι ενδημική.
Συνολικά 19 χώρες, όπου η ευλογιά των πιθήκων δεν εμφανίζεται συχνά -κυρίως στην Ευρώπη- έχουν επιβεβαιώσει τουλάχιστον ένα κρούσμα, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Εκτός από τις 11 χώρες της Αφρικής, τρεις χώρες συγκεντρώνουν επί του παρόντος τα περισσότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα: το Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη χώρα όπου εντοπίστηκαν ασυνήθιστα κρούσματα στις αρχές Μαΐου (71), η Ισπανία (51) και η Πορτογαλία ( 37), σύμφωνα με το ECDC.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που αλυσίδες μετάδοσης αναφέρονται στην Ευρώπη χωρίς γνωστούς επιδημιολογικούς δεσμούς με την Δύση ή την Κεντρική Αφρική, όπου η νόσος αυτή είναι ενδημική» αναφέρει η ίδια πηγή.
«Τα περισσότερα κρούσματα είναι νεαροί άνδρες, που αυτοπροσδιορίζονται ως άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες. Δεν έχουν σημειωθεί θάνατοι» διευκρινίζει το ECDC με έδρα τη Στοκχόλμη.
Η Ευρώπη συγκεντρώνει τα περισσότερα κρούσματα με 191, συμπεριλαμβανομένων 118 σε χώρες της ΕΕ. Ο Καναδάς (15), οι Ηνωμένες Πολιτείες (9), η Αυστραλία (2), το Ισραήλ (1) και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (1) είναι οι έξι μη ευρωπαϊκές χώρες με επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Τα ύποπτα κρούσματα δεν υπολογίζονται στην έκθεση.
Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων που εντοπίστηκαν από το ECDC τη Δευτέρα έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί από την πρώτη καταμέτρησή του στις 20 Μαΐου, όταν η ίδια πηγή είχε μετρήσει 38 περιπτώσεις.
Τη Δευτέρα, στην πρώτη του αξιολόγηση κινδύνου, το ECDC είχε θεωρήσει ότι η πιθανότητα μετάδοσης στον γενικό πληθυσμό ήταν «πολύ χαμηλή» αλλά προειδοποίησε ότι όσοι είχαν πολλούς ερωτικούς συντρόφους –ανεξαρτήτως του σεξουαλικού τους προσανατολισμού– κινδυνεύουν περισσότερο.
Η ευλογιά των πιθήκων είναι ένας ιός που συνήθως προκαλεί πυρετό και χαρακτηριστικά εξανθήματα στο δέρμα, παρόμοια με αυτά της ανεμοβλογιάς. Θεωρείται ήπια ασθένεια και συνήθως περνάει μέσα σε δύο με τέσσερις εβδομάδες χωρίς να χρειαστεί κάποια αγωγή.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μετάδοσης είναι με το άγγιγμα από μολυσμένο άτομο ή με την ανταλλαγή σωματικών υγρών. Ο ιός μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τα σταγονίδια της αναπνοής.