Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, έπειτα από μελέτη που έκαναν, διαπίστωσαν ότι η ενδομητρίωση και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου έχουν κοινούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου, γεγονός που εξηγεί γιατί οι ασθενείς με την μία πάθηση, μπορεί να έχουν και την άλλη.
Οι Grant Montgomery και Sally Mortlock από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιοεπιστήμης του Πανεπιστημίου, ανακάλυψαν μια σημαντική σχέση μεταξύ των κινδύνων για ενδομητρίωση και κοινών γαστρεντερικών διαταραχών, όπως είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, το πεπτικό έλκος και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
«Αυτό το εύρημα υποστηρίζει την κλινική παρατήρηση της αυξημένης συχνότητας γαστρεντερικών διαταραχών σε γυναίκες με ενδομητρίωση», δήλωσε ο καθηγητής Grant Montgomery.
«Ελπίζουμε ότι αυτή η μελέτη θα αυξήσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με την επικάλυψη αυτών των παθήσεων».
Η ενδομητρίωση είναι μια σοβαρή πάθηση που επηρεάζει 1 στις 7 γυναίκες και προκαλείται από την ανάπτυξη ενδομήτριου ιστού έξω από τη μήτρα.
Οι γυναίκες με ενδομητρίωση έχουν διπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου σε σύγκριση με γυναίκες χωρίς τη νόσο και 1,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
«Οι πάσχουσες μπορεί να δυσκολεύονται να διακρίνουν την αιτία του πόνου τους, να προκαλείται σύγχυση ή λανθασμένη διάγνωση και η ενδομητρίωση να μένει επί χρόνια χωρίς θεραπεία, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ασθένεια. Η ενδομητρίωση θα πρέπει να θεωρείται πιθανή αιτία κοιλιακού άλγους και γαστρεντερικών συμπτωμάτων.
Καθώς οι γνώσεις μας για τους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ενδομητρίωσης αυξάνονται, ελπίζουμε να φτάσουμε στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται η ασθένεια και να βελτιώσουμε τις θεραπείες και τη διάγνωση», πρόσθεσε ο καθηγητής Montgomery.
Η μελέτη άντλησε στοιχεία από τη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου, μια μεγάλης κλίμακας βιοϊατρική βάση δεδομένων που περιέχει ανώνυμες πληροφορίες γενετικής, τρόπου ζωής και υγείας για μισό εκατομμύριο ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η βάση δεδομένων της UK Biobank, η οποία περιλαμβάνει δείγματα αίματος, τομογραφίες καρδιάς και εγκεφάλου και γενετικά δεδομένα, είναι παγκοσμίως προσβάσιμη σε εγκεκριμένους ερευνητές που διεξάγουν έρευνα για θέματα δημόσιας υγείας.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Cell Reports Medicine.