Σύμφωνα με όσα αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να μειώνουν τον ψυχικό πόνο, αλλά ταυτοχρόνως «μουδιάζουν» τα συναισθήματά μας, αφού μας κάνουν να αντιδράμε συγκρατημένα ακόμα και σε κάτι καλό.
Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με υγιείς εθελοντές διαπίστωσαν ότι, μετά τη λήψη αντικαταθλιπτικών επί τρεις εβδομάδες, επεδείκνυαν μειωμένες αντιδράσεις στα θετικά και στα αρνητικά σχόλια.
Το «μούδιασμα» των αρνητικών συναισθημάτων μπορεί να αποτελεί μέρος του τρόπου δράσης τους. Ταυτοχρόνως όμως μπορεί να εξηγεί και μία συχνή ανεπιθύμητη ενέργειά τους.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αντικαταθλιπτικά βοηθούν πολύ κόσμο, καθώς αμβλύνουν τον συναισθηματικό πόνο που νιώθουν οι ασθενείς με κατάθλιψη», δήλωσε η επιβλέπουσα ερευνήτρια.
«Δυστυχώς, όμως, ως φαίνεται αφαιρούν και κάποια από την απόλαυση».
Τα ευρήματα αυτά μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς να λαμβάνουν πιο ενημερωμένες αποφάσεις για τα φάρμακα, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 5,7% του ελληνικού πληθυσμού έπασχε το 2021 από κατάθλιψη. Από τους ασθενείς με κατάθλιψη, περίπου οι μισοί λαμβάνουν φαρμακευτική θεραπεία γι’ αυτήν.
Οι λεγόμενοι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) είναι από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ωστόσο πολλοί ασθενείς που τα λαμβάνουν αναφέρουν πως δεν βρίσκουν τα πράγματα που τους ευχαριστούσαν τόσο απολαυστικά όσο παλαιότερα. Παρέμενε, όμως, ασαφές αν το συναίσθημα αυτό ήταν παρενέργεια των φαρμάκων ή σύμπτωμα της κατάθλιψης.
Η νέα μελέτη
Απάντηση σε αυτό το ερώτημα θέλησε να δώσει η νέα μελέτη, τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Neuropsychopharmacology.
Οι ερευνητές ενέταξαν σε αυτήν 66 υγιείς εθελοντές και τους χώρισαν τυχαία σε δύο ομάδες. Στη μία χορήγησαν 20 mg από ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο και στην άλλη μία ανενεργό ουσία (εικονικό φάρμακο). Το αντικαταθλιπτικό ανήκει στην κατηγορία των SSRIs.
Οι συμμετέχοντες έπαιρναν το φάρμακο επί τρεις εβδομάδες. Στη συνέχεια συμπλήρωσαν ειδικά ερωτηματολόγια και υποβλήθηκαν σε νευροψυχολογικά και νοητικά τεστ, καθώς και σε εξετάσεις αίματος.
Τα ευρήματα
Τα αντικαταθλιπτικά δεν φάνηκε να επηρεάζουν σχεδόν κανένα τεστ που αφορούσε τις νοητικές λειτουργίες (π.χ. μνήμη, ικανότητα προσοχής). Ωστόσο όσοι τα λάμβαναν φάνηκε να είναι λιγότερο δεκτικοί στην ενισχυτική μάθηση, η οποία απαιτεί να αντιδράμε σε θετικά ή αρνητικά σχόλια. Ήταν επίσης πιο αργοί σε ειδικά τεστ που απαιτούσαν να μαθαίνουν διαφορετικούς κανόνες.
Τα ερωτηματολόγια, εξ άλλου, έδειξαν πως οι εθελοντές που τα λάμβαναν ανέφεραν περισσότερες δυσκολίες στο σεξ. Ειδικότερα, είχαν δυσκολία στην επίτευξη οργασμού – κάτι που επίσης αναφέρουν αρκετοί ασθενείς που παίρνουν SSRIs.
Τα ευρήματα αυτά μπορεί να είναι χρήσιμα για τους ασθενείς, τόνισε. «Είναι σημαντικό να γνωρίζουν τι να περιμένουν», εξήγησε.
«Κάποιοι μπορεί να χρειασθούν διαφορετικές μορφές θεραπείες, ιδίως εάν δεν πάσχουν από σοβαρή κατάθλιψη ώστε να χρειάζονται αυτά τα αντικαταθλιπτικά».