Σύμφωνα με μια νέα έρευνα, διαπιστώθηκε πως τα κοινά φάρμακα που χορηγούνται σε υπερκινητικά παιδιά, θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τα φάρμακα πιστεύεται ότι ταιριάζουν στους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ, επειδή επηρεάζουν μια περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με λειτουργίες όπως η προσοχή, η μάθηση και η μνήμη.
Βρετανοί ερευνητές προχώρησαν σε ανάλυση 19 μελετών που πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο 40 ετών και αφορούσαν σχεδόν 2.000 ασθενείς, κυρίως ηλικίας μεταξύ 65 και 80 ετών.
Οι συμμετέχοντες που έλαβαν νοραδρενεργικά φάρμακα είδαν μια «μικρή αλλά σημαντική» βελτίωση στη συνολική γνωστική λειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της μνήμης, της λεκτικής ευχέρειας και της γλώσσας.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι τα φάρμακα επηρέασαν τη συμπεριφορά και έκαναν τους ασθενείς να αισθάνονται λιγότερη απάθεια και έλλειψη κινήτρων.
Οι ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και το University College του Λονδίνου ζητούν τώρα περισσότερες κλινικές δοκιμές για την επίδραση των φαρμάκων στη νόσο Αλτσχάιμερ. Λένε ότι υπάρχουν «καλές αποδείξεις» ότι τα φάρμακα θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Η ομάδα ανέλυσε 19 μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1980 και 2021 και εξέτασαν την επίδραση των φαρμάκων της ΔΕΠΥ σε άτομα με Αλτσχάιμερ και ήπια γνωστική εξασθένηση.
Τα φάρμακα, τα οποία χορηγήθηκαν σε ασθενείς για δύο εβδομάδες έως ένα χρόνο, λειτουργούν στοχεύοντας τη νοραδρεναλίνη, μια χημική ουσία που απελευθερώνεται από ένα δίκτυο εξειδικευμένων νευρώνων στο σώμα. Αυτό το δίκτυο είναι σημαντικό για πολλές γνωστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της προσοχής, της μάθησης, της μνήμης και της καταστολής ακατάλληλων συμπεριφορών.
Τα φάρμακα δεν είχαν καμία επίδραση στην προσοχή, σύμφωνα με τη μελέτη. Παρατηρήθηκαν όμως μικρές βελτιώσεις στη συνολική γνωστική λειτουργία και «μεγάλη θετική επίδραση» στα συμπτώματα της απάθειας.
Ο Δρ. Mark Dallas, αναπληρωτής καθηγητής κυτταρικής νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Reading, είπε ότι η χρήση φαρμάκων που υπάρχουν ήδη για τη θεραπεία της άνοιας είναι μια «συναρπαστική προοπτική».
Ο επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ, Δρ. Andrew Reid, δήλωσε ότι η μελέτη ανοίγει νέο δρόμο έρευνας, καθώς προτείνει «ένα τρόπο για τον εντοπισμό ατόμων σε κίνδυνο και τη θεραπεία τους, πολύ νωρίτερα από ό,τι είναι σήμερα δυνατό».
Το Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας. Η ασθένεια προκαλεί τον θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων και προκαλεί αλλαγές σε περιοχές του εγκεφάλου – συμπεριλαμβανομένου του νοραδρενεργικού συστήματος.
Η Δρ. Rosa Sancho, Επικεφαλής Έρευνας στο Alzheimer’s Research UK, δήλωσε: «Υπάρχει επί του παρόντος έλλειψη εγκεκριμένων φαρμάκων για τη θεραπεία της απάθειας στο Αλτσχάιμερ, ένα σύμπτωμα που έχει συνδεθεί με χαμηλότερη ποιότητα ζωής, ταχύτερη έκπτωση των νοητικών λειτουργιών και αυξημένο άγχος για τους φροντιστές.
Αυτή η μετα-ανάλυση υπογραμμίζει τη δυνατότητα των νοραδρενεργικών φαρμάκων για τη θεραπεία ορισμένων πτυχών της νόσου Αλτσχάιμερ αλλά δεν μπορούμε ακόμη να είμαστε σίγουροι για το ποια επίδραση θα μπορούσαν να έχουν στην καθημερινή ζωή ενός ατόμου και δεν γνωρίζουμε εάν τα οφέλη που παρέχουν θα υπερτερούσαν των κινδύνων».
Όπως κάθε φάρμακο, έτσι και τα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ μπορεί να έχουν παρενέργειες. Τα πιο συνηθισμένα είναι η απώλεια της όρεξης και η δυσκολία στον ύπνο.
Λιγότερο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν νευρικότητα, ευερεθιστότητα, κυκλοθυμία, πονοκεφάλους, στομαχόπονους, γρήγορο καρδιακό ρυθμό και υψηλή αρτηριακή πίεση.