Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά στο ιατρικό περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας «Neurology», διαπίστωσε πως τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ.
Στη μελέτη, συμμετείχαν σχεδόν 270.000 άνδρες με μέση ηλικία τα 59 έτη, οι οποίοι είχαν διαγνωστεί πρόσφατα με στυτική δυσλειτουργία. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν προβλήματα μνήμης ή σκέψης στην αρχή της μελέτης.
Στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για πέντε χρόνια. Η μελέτη συνέκρινε το 55% των συμμετεχόντων που είχαν συνταγές για φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία με το 45% που δεν είχαν συνταγές.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, 1.119 άτομα ανέπτυξαν νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που έπαιρναν φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία είχαν 18% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν Αλτσχάιμερ σε σχέση με τα άτομα που δεν έπαιρναν τα φάρμακα.
Η συσχέτιση ήταν ισχυρότερη σε εκείνους στους οποίους εκδόθηκαν οι περισσότερες συνταγές κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης.
Τα φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία, τα οποία διαστέλλουν τα αιμοφόρα αγγεία για να επιτρέψουν τη ροή περισσότερου αίματος, αναπτύχθηκαν αρχικά για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι τα φάρμακα μειώνουν τον κίνδυνο για Αλτσχάιμερ, αλλά δείχνει μια συσχέτιση.
«Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα, να μάθουμε περισσότερα για τα πιθανά οφέλη και τους μηχανισμούς αυτών των φαρμάκων και να εξετάσουμε τη βέλτιστη δοσολογία», επισημαίνει η λέκτορας στο University College London και συγγραφέας της μελέτης, Ρουθ Μπράουερ.
Η ίδια προσθέτει ότι «μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή με συμμετέχοντες άνδρες και γυναίκες δικαιολογείται για να καθοριστεί εάν αυτά τα ευρήματα θα ισχύουν και για τις γυναίκες».
Για παρόμοιους λόγους, οι παράγοντες κινδύνου αγγειακής άνοιας είναι παρόμοιοι με εκείνους για στυτική δυσλειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της αρτηριακής πίεσης, του διαβήτη, της υψηλής χοληστερόλης και των καρδιαγγειακών παθήσεων.