Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί σε έκθεσή του ότι μόλις 12 νέα αντιβιοτικά σκευάσματα έχουν καταφέρει να λάβουν έγκριση από τους αρμόδιους ρυθμιστικούς φορείς σε Ευρώπη και ΗΠΑ την πενταετία 2017-2021, κρούοντας το καμπανάκι κινδύνου για τα πολυανθεκτικά παθογόνα και το «τέλος» των αντιβιοτικών.
Η έκθεση του ΠΟΥ που θα παρουσιαστεί στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Νόσων (ECCMID 2023) στις 15-18 Απριλίου στην Κοπεγχάγη, αναφέρει επίσης ότι μόλις 27 νέα αντιβιοτικά βρίσκονται υπό κλινική διερεύνηση για την καταπολέμηση παθογόνων που ο Οργανισμός θεωρεί πολύ απειλητικά, όπως το Acinetobacter (ακινετοβακτήριο) baumannii και η Pseudomonas aeruginosa (Ψευδομονάδα η αεριογόνος).
Από τα προαναφερόμενα 27 μόλις έξι θεωρούνται αρκετά καινοτόμα ώστε να μπορούν να αντιπαρέλθουν την ανθεκτικότητα που έχουν αναπτύξει τα παθογόνα στα αντιβιοτικά βάσει των κριτηρίων του ΠΟΥ, με μόλις δύο από τα έξι να στοχεύουν τα μικρόβια με πολύ υψηλή ανθεκτικότητα στα υπάρχοντα αντιβιοτικά.
Η Δρ Βιρτζίνια Τζιγκάντε, επικεφαλής του Τμήματος Αντιμικροβιακής Ανθεκτικότητας του ΠΟΥ που θα παρουσιάσει τα στοιχεία στο ECCMID 2023 εξηγεί ότι «στα πέντε χρόνια που καλύπτονται από αυτή την έκθεση, είχαμε μόλις 12 εγκεκριμένα αντιβιοτικά, με μόνο ένα από αυτά –το Cefiderocol (κεφιντεροκόλη)– να μπορεί να στοχεύσει όλα τα παθογόνα που θεωρούνται κρίσιμα από τον ΠΟΥ».
Και συμπληρώνει: «Υπάρχουν επί του παρόντος μόνο 27 (αντιβιοτικά) ακόμη υπό ανάπτυξη σε κλινικές δοκιμές φάσης 1 έως 3, με μικρή καινοτομία. Μόνο τέσσερα από τα 27 έχουν νέους μηχανισμούς δράσης και τα περισσότερα δεν είναι νέες κατηγορίες φαρμάκων, αλλά εξέλιξη υφιστάμενων κατηγοριών».
Προς το παρόν το αντιβιοτικό Solithroymcin (σολιθρομυκίνη )που θα χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της πνευμονίας της κοινότητας και άλλων λοιμώξεων – βρίσκεται στο στάδιο της «αίτησης νέου φαρμάκου» (που έχει περάσει από κλινικές δοκιμές και αναμένει έγκριση) και άλλα επτά προϊόντα βρίσκονται σε δοκιμές φάσης 3 όπου αξιολογείται η αποτελεσματικότητά τους. Η Δρ Τζιγκάντε εξηγεί ότι, δεδομένου ότι οι αποτυχίες είναι πιθανές ακόμη και σε κλινικές δοκιμές φάσης 3, είναι δύσκολο να προβλεφθεί εάν και πότε θα χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας για αυτά τα φάρμακα.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία σχεδόν 5 εκατομμύρια θάνατοι κάθε χρόνο σχετίζονται με την μικροβιακή αντοχή. Ωστόσο, το πραγματικό βάρος της μικροβιακής αντοχής μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερο, καθώς επηρεάζει δυσανάλογα τα άτομα με χαμηλό εισόδημα που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε δεύτερης γραμμής, πιο ακριβά, αντιβιοτικά που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν όταν τα φάρμακα πρώτης γραμμής αποτύχουν.
Τα αντιμικροβιακά δεν είναι τόσο κερδοφόρα όσο άλλες θεραπείες για τις φαρμακευτικές εταιρείες, επειδή είναι ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμες θεραπείες και τα προγράμματα διαχείρισης αντιβιοτικών στοχεύουν στη διατήρηση ή «εξοικονόμηση» τέτοιων νέων φαρμάκων μέχρι να είναι απολύτως αναγκαία. Και είναι εξίσου πιθανό να αποτύχουν κατά τη διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης εξίσου με οποιοδήποτε άλλο φάρμακο για άλλες παθήσεις, ωστόσο προσφέρουν ένα κλάσμα των εσόδων σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τα φάρμακα για τον καρκίνο και την καρδιολογία.
Ως αποτέλεσμα αυτών και άλλων παραγόντων, η διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης για νέα αντιβιοτικά είναι δύσκολη και ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενη. Η τελευταία νέα κατηγορία αντιβιοτικών ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1980 και το πρώτο αντιβιοτικό αυτής της κατηγορίας, η δαπτομυκίνη (daptomycin), έφτασε στην αγορά το 2003.
Καλπάζει η αντοχή στα αντιβιοτικά
Η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά αναπτύσσεται λόγω υπερβολικής ή και ακατάλληλης χρήσης, όπως όταν για παράδειγμα οι άνθρωποι δεν ολοκληρώνουν την αντιβιοτική αγωγή τους ή λόγω της συνταγογράφησης λανθασμένου αντιβιοτικού – ή, σε ορισμένες χώρες – μέχρι πρότινος και στην Ελλάδα-, των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται ευρέως χωρίς ιατρική συνταγή.
Η παγκόσμια τάση ακατάλληλης χρήσης των αντιβιοτικών αποδεικνύεται από το χρόνο που χρειάζεται για να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα σε νέα αντιβιοτικά: για τα αντιβιοτικά που κυκλοφόρησαν μεταξύ 1930 και 1950 ο μέσος χρόνος ανάπτυξης ανθεκτικότητας ήταν 11 χρόνια ενώ για τα αντιβιοτικά που κυκλοφόρησαν μεταξύ 1970 και 2000 ήταν μόλις 2-3 χρόνια.
Αυτή η σιωπηλή πανδημία της αντοχής στα αντιβιοτικά συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως. Οι ειδικοί έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο κατά το οποίο συνήθεις ιατρικές διαδικασίες – για παράδειγμα η αντιβιοτική προφύλαξη στον καρκίνο ή άλλες ασθένειες – δεν θα είναι πλέον αποτελεσματικές και αμέτρητοι άνθρωποι θα μπορούσαν να πεθάνουν από μέχρι πρότινος απλές, θεραπεύσιμες λοιμώξεις.
Ένα παράδειγμα ενός μηχανισμού ανθεκτικότητας στα φάρμακα για τον οποίο ανησυχούν οι ειδικοί είναι η μεταλλο-βήτα-λακταμάση 1 του Νέου Δελχί (NDM-1). Τα βακτήρια που περιέχουν το γονίδιο για την παραγωγή αυτού του ενζύμου μπορούν να διασπάσουν (και επομένως είναι ανθεκτικά) ένα ευρύ φάσμα αντιβιοτικών καρβαπενέμης – που θεωρούνται τελευταίας γραμμής άμυνα στις αντιβιοτικές θεραπείες, εκεί δηλαδή όπου άλλα αντιμικροβιακά έχουν αποτύχει.
Τα πιο κοινά βακτήρια που παράγουν αυτό το ένζυμο είναι το Escherichia coli (κολοβακτηρίδιο) και η Klebsiella pneumoniae (Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας), αλλά το γονίδιο για το NDM-1 μπορεί να εξαπλωθεί από το στέλεχος βακτηρίων στο άλλο. Ο επιπολασμός των βακτηρίων που περιέχουν NDM-1 συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως.
«Υπάρχει ένα σημαντικό κενό όσον αφορά τα προϊόντα που αντιμετωπίζουν παθογόνα ανθεκτικά σε πολλαπλά φάρμακα (MDR) όπως τα Acinetobacter baumannii και Pseudomonas aeruginosa (μόνο ένας αντιμικροβιακός παράγοντας που είναι εγκεκριμένος έναντι όλων των κρίσιμων παθογόνων και λίγοι βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης). Πολύ λίγοι παράγοντες στοχεύουν τις μεταλλο-β-λακταμάσες, ο επιπολασμός των οποίων συνεχίζει να αυξάνεται. Λίγα νέα καινοτόμα αντιβιοτικά αναμένονται τα επόμενα χρόνια», προειδοποιεί η Δρ Βιρτζίνια Τζιγκάντε.
Σύμφωνα με την ίδια η ταχεία αύξηση των πολυανθεκτικών λοιμώξεων παγκοσμίως είναι ανησυχητική. «Ο χρόνος για την έγκριση νέων αντιβιοτικών και να καταπολεμήσουμε αυτήν την επείγουσα απειλή για τη δημόσια υγεία τελειώνει . Χωρίς άμεση δράση, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε σε μια προ-αντιβιοτική εποχή όπου οι κοινές λοιμώξεις θα είναι θανατηφόρες», εκτιμά.
Και καταλήγει αναφέροντας πως «ενώ αντιμετωπίζουμε σημαντικές προκλήσεις στην καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής, βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες ανακάλυψης και ανάπτυξης νέων -και ελπίζουμε- καινοτόμων αντιμικροβιακών παραγόντων, και έχουμε δει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια. Με αυξημένες επενδύσεις και συνεργασία σε όλους τους τομείς, μπορούμε να σημειώσουμε πρόοδο στον αγώνα κατά της μικροβιακής αντοχής και να διασφαλίσουμε ότι οι ασθενείς θα έχουν δίκαιη και καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές θεραπείες για ανθεκτικές στα φάρμακα βακτηριακές λοιμώξεις».
Δεν αρκούν τα νέα αντιβιοτικά
Σε μια δεύτερη παρουσίαση, ο καθηγητής Βενκατασουμπραμανιαν Ραμασουμπραμανιαν, Πρόεδρος της Εταιρείας Κλινικών Λοιμωδών Νοσημάτων της Ινδίας, αναρωτιέται εάν ο τρέχων αριθμός αντιβιοτικών υπό κλινική μελέτη είναι αρκετός για να καλύψει τις ανάγκες των χωρών με μεγάλο αριθμό λοιμώξεων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά.
«Φτάσαμε στη μετα-αντιβιοτική εποχή. Ο τρέχων αριθμός των υπό ανάπτυξη αντιβιοτικών είναι θλιβερά ανεπαρκής για να κάνει τη διαφορά στην αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης απειλής της αντοχής στα αντιβιοτικά», υποστηρίζει.
Στην επικείμενη ομιλία του στο ECCMID 2023 θα τονίσει τις προκλήσεις, όπως η απόσυρση μεγάλων εταιρειών από τον αντιβακτηριακό ερευνητικό χώρο, οι εμπορικές αποτυχίες μικρότερων εταιρειών βιοτεχνολογίας, η έλλειψη αποτελεσματικών πολιτικών και ρυθμιστικών κανόνων, η κακή απόδοση των επενδύσεων, τα φθηνά γενόσημα και οι διακυμάνσεις της μολυσματικότητας.
«Μας λείπει ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο για τα αντιβιοτικά. Τα τρέχοντα προϊόντα υπό αξιολόγηση ανταποκρίνονται κυρίως στις απαιτήσεις των ανεπτυγμένων χωρών, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία, ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό αντίστασης στα αντιβιοτικά», υποστηρίζει.
Ο καθηγητής Ραμασουμπραμανιαν στην ομιλία του θα προτείνει ορισμένες πιθανές λύσεις για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης – συμπεριλαμβανομένου του εξορθολογισμού και της ταχείας παρακολούθησης των κλινικών δοκιμών που αξιολογούν νέα αντιμικροβιακά: με τη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα σε βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση, περισσότερες επενδύσεις στη βασική επιστημονική έρευνα που στηρίζει την ανάπτυξη αντιβιοτικών και άλλα οικονομικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων φοροαπαλλαγών και καλύτερων μοντέλων αποζημίωσης από τους εθνικούς φορείς υγείας.