Το θέμα του ελέγχου της ποιότητας των μαστογραφικών θέτει η Ελληνική Εταιρεία Μαστολογίας (ΕΕΜ) καθώς εδώ και 2,5 χρόνια το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) δεν έχει αποφανθεί επί του οργάνου που θα πραγματοποιεί τον έλεγχο των εργαστηρίων.
Σε ανακοίνωσή της η ΕΕΜ εξηγεί ότι εδώ και μερικά χρόνια στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα, οι μαστογράφοι έχουν αυξηθεί κατά πολύ και πολλοί από αυτούς δυστυχώς δεν πληρούν τις σωστές προδιαγραφές για καλής ποιότητας μαστογραφία. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια, σε κάποιες γυναίκες, παρόλο που υποβάλλονται σε μαστογραφία να μην προλαμβάνονται οι καρκίνοι.
Η επιστημονική εταιρεία πριν από 2,5 χρόνια ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγγράψει εγχειρίδιο υπό την προεδρεία του καθηγητή και πρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών, Γεωργίου Παναγιωτάκη. Μάλιστα για να μην καθυστερήσει η έκδοση και η διανομή του εγχειριδίου από τη μια, και η ενημέρωση των γιατρών και η εφαρμογή του ελέγχου της ποιότητας στη μαστογραφία από την άλλη, ζήτησε από τον τότε υπουργό Υγείας, Παναγιώτη Κουρουμπλή και συμμετείχε στην Επιτροπή και μία γιατρός του υπουργείου ως εκπρόσωπος του.
«Μετά από διάστημα όμως 2,5 ετών δεν έχουμε ακόμα μια επίσημη απάντηση από το ΚΕΣΥ, που σημαίνει ότι ακόμα υπάρχει ο κίνδυνος να λαμβάνουμε κακής ποιότητας μαστογραφίες», τονίζει η πρόεδρος της ΕΕΜ, Λυδία Ιωαννίδου Μουζάκα.
Και διευκρινίζει ότι «η ΕΕΜ δεν ενδιαφέρεται να είναι εκείνη που θα αναλάβει να πραγματοποιεί τον έλεγχο της ποιότητας στα εργαστήρια μαστογραφίας. Απαιτεί όμως ο έλεγχος να γίνεται σε όλα τα εργαστήρια. Το ποιον θα ορίσει ως υπεύθυνο για να πραγματοποιεί τον έλεγχο της ποιότητας στα εργαστήρια μαστογραφίας, είναι αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας και του ΚΕΣΥ».
Τέλος, σημειώνει ότι «θεωρούμε αυτονόητο, οι μαστογραφίες στις οποίες υποβάλλονται όλες οι γυναίκες πρέπει να είναι αξιόπιστες, να διασφαλίζουν τη σωστή διάγνωση και κυρίως να μη κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές από την ακατάλληλη ποιότητα της μαστογραφίας».
Υπενθυμίζεται ότι, η μαστογραφία είναι η βασική εξέταση για να εντοπίσει καρκίνους του μαστού διαμέτρου ολίγων χιλιοστών και να συμβάλει έτσι στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού και κατά συνέπεια στην ίαση της γυναίκας. Σύμφωνα με την ΕΕΜ, για να επιτευχθεί όμως αυτό το αποτέλεσμα, πρέπει ο Ακτινολόγος που θα γνωμοδοτήσει τη μαστογραφία και ο Μαστολόγος που θα επισκεφθεί στη συνέχεια η γυναίκα, να έχουν τη δυνατότητα να αναγνώσουν μιας καλής ποιότητας μαστογραφία, που θα εξασφαλίσει ένα άριστο αποτέλεσμα και για τους δυο.
Σε όλες τις ανωτέρω διεργασίες σημαντικό ρόλο παίζει η ποιότητα της μαστογραφίας.
Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας τεσσάρων ειδών μαστογραφίες: α) την απλή ή αναλογική, β) την ψηφιοποιημένη, γ) την ψηφιακή και δ) την ψηφιακή τομοσύνθεση. Σε ποιο είδος μαστογραφίας θα πρέπει να υποβληθεί η κάθε γυναίκα είναι θέμα του Μαστολόγου και εξαρτάται από το ιστορικό της κάθε γυναίκας, την ποιότητα των μαστών της, εάν έχει αποκτήσει παιδιά ή όχι, αν βρίσκεται στην εμμηνόπαυση. Όλα αυτά τα στοιχεία οφείλει ο Μαστολόγος να έχει στη διάθεσή του και να κατευθύνει ανάλογα τη γυναίκα που θα υποβληθεί σε μαστογραφία.
Οι κρίκοι που αποτελούν την αλυσίδα στη μαστογραφία είναι οι ακόλουθοι:
α) Το μηχάνημα της μαστογραφίας, ο μαστογράφος, θα πρέπει να είναι σύγχρονης τεχνολογίας και το σημαντικότερο η λειτουργία του να ελέγχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ανάλογα με την κίνηση του εργαστηρίου.
β) Τα φιλμ στα οποία εκτυπώνεται η μαστογραφία θα πρέπει να είναι ίδιας εταιρείας με τον εκτυπωτή.
γ) Το διαφανοσκόπιο, επάνω στο οποίο διαβάζεται η μαστογραφία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα αυξομείωσης του φωτός και έλεγχο σποτ.
δ) Ο χώρος στον οποίο εργάζεται ο Ακτινοδιαγνωστής και διαβάζει τις μαστογραφίες να είναι κατάλληλός και να έχει δυνατότητα συσκότισης και τέλος.
ε) Ο Ακτινοδιαγνωστης ο οποίος θα γνωματεύσει τη μαστογραφία θα πρέπει να έχει την κατάλληλη εκπαίδευση και εμπειρία και να διαβάζει τις μαστογραφίες σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο με δυνατότητα συσκότισης.