Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο στο Μπάφαλο, αποκάλυψε το πόσα βήματα πρέπει να κάνουμε την ημέρα για να μειώσουμε τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στις 21 Φεβρουαρίου στο JAMA Cardiology και πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή σχεδόν 6.000 γυναικών στις ΗΠΑ, ηλικίας 63-99 ετών, αναφέρει ότι, κατά μέσο όρο, 3.600 βήματα την ημέρα με κανονικό ρυθμό σχετίζονταν με 26% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Η μελέτη παρατήρησης από την πρωτοβουλία Women’s Health Initiative εξέτασε συγκεκριμένα τη σωματική δραστηριότητα που μετρήθηκε με επιταχυνσιόμετρο, τον χρόνο καθιστικής ζωής και τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, μέσης διάρκειας 7,5 ετών, καταγράφηκαν 407 περιπτώσεις επιβεβαιωμένης από γιατρούς καρδιακής ανεπάρκειας.
Ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας ήταν, κατά μέσο όρο, 12% και 16% χαμηλότερος για κάθε 70 λεπτά την ημέρα που αφιερώνονταν σε δραστηριότητες ελαφριάς έντασης και κάθε 30 λεπτά την ημέρα που αφιερώνονταν σε μέτριας έως μεγάλης έντασης άσκηση αντίστοιχα.
Αντίθετα, κάθε μιάμιση ώρα καθιστικής ζωής συνδέθηκε, κατά μέσο όρο, με 17% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας.
Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι εξέτασε δύο υποτύπους καρδιακής ανεπάρκειας, ο πιο συνηθισμένος από τους οποίους είναι η καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, που συχνά αναφέρεται συνοπτικά ως HFpEF.
Παρόμοιο μοτίβο χαμηλότερου κινδύνου με περισσότερη ελαφριά και μέτριας έντασης καθημερινή δραστηριότητα και υψηλότερου κινδύνου με παρατεταμένη καθιστική ζωή παρατηρήθηκε για HFpEF.
Σε αυτή τη μελέτη, ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας, συμπεριλαμβανομένης της HFpEF, μειώθηκε σημαντικά με περίπου 2.500 βήματα την ημέρα.
Όταν τυποποιήθηκε σε 3.600 βήματα την ημέρα (1 μονάδα τυπικής απόκλισης), καταγράφηκε 25-30% χαμηλότερος κίνδυνος για καρδιακή ανεπάρκεια και HFpEF.
Η ένταση του βηματισμού δεν φάνηκε να επηρεάζει τη μείωση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς τα αποτελέσματα ήταν συγκρίσιμα τόσο όταν ο βηματισμός ήταν χαμηλής έντασης όσο και όταν ήταν πιο έντονος.