Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια (ή οφθαλμοπάθεια του Graves) είναι μία αυτοάνοση, φλεγμονώδης νόσος των ματιών και των ιστών γύρω από αυτά.
Συνήθως παρατηρείται σε πάσχοντες από υπερθυρεοειδισμό. Ωστόσο μερικές φορές παρατηρείται και σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto, που είναι η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού.
Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας στο πρόσθιο τμήμα του λαιμού. Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια αναπτύσσεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του προκαλέσει βλάβες, οι οποίες είναι πιο συχνές όταν υπερλειτουργεί. Μερικές φορές, όμως, παρατηρούνται και όταν υπολειτουργεί ή πολύ σπάνια όταν παράγει φυσιολογικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών. Σε όλες τις περιπτώσεις «το ανοσοποιητικό επιτίθεται στους οφθαλμικούς μυς και τους ιστούς γύρω από τα μάτια», αναφέρει ο χειρουργός οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι πολύ συχνές. Περισσότερο από το 12% των ενηλίκων θα εκδηλώσουν διαταραχή στον αδένα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Οι γυναίκες ασθενείς είναι πέντε έως οκτώ φορές περισσότερες από τους άνδρες. Σε αυτές τα προβλήματα του θυρεοειδούς εκδηλώνονται πιο συχνά μετά την εγκυμοσύνη και την εμμηνόπαυση.
Παρότι, όμως, οι θυρεοειδοπάθειες είναι τόσο συχνές, το σχεδόν 60% των ασθενών δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από αυτές διότι δεν κάνουν προληπτικές εξετάσεις.
Κρίσιμο το κάπνισμα
Ο θυρεοειδής παρουσιάζει συχνότερα υπολειτουργία παρά υπερλειτουργία. Υπολογίζεται ότι ποσοστό έως και 8% του πληθυσμού στις ΗΠΑ και έως 7% στην Ευρώπη παρουσιάζει υποθυρεοειδισμό κάποια στιγμή στη ζωή του.
Αντίστοιχα, ο υπερθυρεοειδισμός εκτιμάται ότι προσβάλλει το 0,5% έως 2% του πληθυσμού. Η πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος του Graves. Κάθε γυναίκα έχει 3% πιθανότητες να την αναπτύξει και κάθε άνδρας 0,5%. Η νόσος εκδηλώνεται πιο συχνά σε ηλικία 30 έως 60 ετών.
«Σχεδόν 40% των πασχόντων από νόσο του Graves αναπτύσσουν θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια είτε πριν, είτε στη διάρκεια ή μετά τη διάγνωση της θυρεοειδοπάθειάς τους. Η μέση ηλικία ανάπτυξής της είναι τα 40-45 έτη», αναφέρει ο κ. Κανελλόπουλος.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η οφθαλμική νόσος είναι ήπια. Ωστόσο το 5-6% των ασθενών εκδηλώνουν μέτρια έως σοβαρή θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια.
Οι πιθανότητες να προκύψει πρόβλημα στα μάτια λόγω της θυρεοειδοπάθειας, επηρεάζονται σημαντικά από το ιστορικό του καπνίσματος. Αν την εποχή που διαγνωστεί η νόσος του Graves ο ασθενής είναι μη καπνιστής ή πρώην καπνιστής, έχει λιγότερες από μία στις 10 πιθανότητες να παρουσιάσει θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια. Αν όμως καπνίζει λίγο ή μέτρια, οι πιθανότητές του διπλασιάζονται. Και αν είναι μανιώδης καπνιστής (ένα πακέτο τσιγάρα ή περισσότερα την ημέρα), έχει οκταπλάσιες πιθανότητες από τους μη καπνιστές να την αναπτύξει.
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια είναι επίσης πιο πιθανή σε όσους έχουν οικογενειακό ιστορικό του ίδιου προβλήματος στα μάτια, καθώς και σε όσους έχουν χαμηλά επίπεδα σεληνίου στον οργανισμό τους.
Ποικίλα συμπτώματα
Η οφθαλμοπάθεια που προκαλεί ο θυρεοειδής εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα, που μπορεί να αναπτύσσονται με εξάρσεις και υφέσεις. Ένα από τα συχνότερα είναι η ανάσπαση του βλεφάρου. Κατ’ αυτήν, «τραβιέται» προς τα πάνω το άνω βλέφαρο και γίνεται πιο ορατό το λευκό τμήμα του ματιού (σαν να έχει «γουρλώσει» το μάτι), όταν ο ασθενής κοιτάζει κάτι που βρίσκεται ευθεία μπροστά του.
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια προκαλεί επίσης οίδημα (πρήξιμο) στους μυς μέσα και γύρω από το μάτι. Το επακόλουθο μπορεί να είναι εξώθηση προς τα εμπρός του οφθαλμικού βολβού. Αυτός είναι ο γνωστός εξόφθαλμος (ή πρόπτωση των ματιών από τις οφθαλμικές κόγχες).
Μπορεί επίσης να προκληθούν αλλαγές στην όραση, όπως η διπλωπία. Κατ’ αυτήν, ο πάσχων βλέπει διπλά είδωλα, ειδικά όταν κοιτάζει στο πλάι (π.χ. στον πλευρικό καθρέφτη στο αυτοκίνητο).
Αντίστοιχα, το οίδημα μπορεί να αυξήσει την ενδοφθάλμια πίεση (σ.σ. είναι η πίεση στο εσωτερικό του ματιού), προκαλώντας βλάβες στο οπτικό νεύρο και μείωση της όρασης.
Ο υπερδραστήριος θυρεοειδής μπορεί επίσης να οδηγήσει σε «σακούλες» γύρω από τα μάτια τους (λόγω του οιδήματος στα βλέφαρα). Πολύ συχνή είναι επίσης η ξηροφθαλμία, επειδή τα μάτια είναι πιο εκτεθειμένα στον αέρα και τη σκόνη. Η ξηροφθαλμία αυτή συχνά συνοδεύεται από θόλωμα της όρασης και αυξημένη παραγωγή δακρύων (δακρύρροια).
Μπορεί επίσης να αναπτυχθεί:
- Έντονη ευαισθησία στο φως
- Κοκκίνισμα των βλεφάρων και των ματιών
- Πόνος μέσα ή πίσω από το μάτι (κυρίως όταν ο πάσχων κοιτάζει πάνω, κάτω ή πλάγια)
- Δυσκολία στην κίνηση του ματιού.
Ο υποθυρεοειδισμός
«Αν ένας ασθενής έχει πρησμένα βλέφαρα και πρησμένο δέρμα γύρω και κάτω από τα ματιά, και ταυτοχρόνως πάσχει από υποθυρεοειδισμό, τότε πιθανώς δεν έχει θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια. Χρειάζεται απλώς θεραπεία για τον υποθυρεοειδισμό του και το οίδημα στα μάτια του θα υποχωρήσει», διευκρινίζει ο καθηγητής.
Η θεραπεία της οφθαλμοπάθειας που προκαλεί ο θυρεοειδής εξαρτάται από τη βαρύτητά της. Στους ασθενείς μπορεί να προταθούν συντηρητικές ή/και επεμβατικές θεραπείες. Στις συντηρητικές συμπεριλαμβάνονται:
- Τεχνητά δάκρυα ή λιπαντικές αλοιφές (για να καταπραϋνθεί η ξηροφθαλμία)
- Γυαλιά ηλίου (για την ευαισθησία στο φως)
- Ψυχρά επιθέματα (για την ανακούφιση του οιδήματος και του ερεθισμού)
- Διακοπή του καπνίσματος (επιδεινώνει τα συμπτώματα στα μάτια)
Μπορεί επίσης να συνταγογραφηθούν πρίσματα για τα γυαλιά του ασθενούς, για να διορθωθεί η διπλωπία. Τα πρίσματα αυτά μπορεί να είναι προσωρινά ή μονίμως στερεωμένα στα κρύσταλλα.
Αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση με τα μέτρα αυτά, αν επιδεινωθεί ή αν η οφθαλμοπάθεια είναι ήδη μέτρια έως σοβαρή, μπορεί να χρειασθεί φαρμακευτική αγωγή. Μπορεί, π.χ. να χορηγηθούν στους ασθενείς στεροειδή φάρμακα για να μειωθεί το οίδημα των βλεφάρων. Ή να γίνει ενδοφλέβια έγχυση ειδικών φαρμάκων που μειώνουν τα συμπτώματα και την ανάγκη για χειρουργική επέμβαση.
«Σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως ο εξόφθαλμος και η ανάσπαση του βλεφάρου, μπορεί να χρειασθεί χειρουργική θεραπεία για να επανατοποθετηθούν τα βλέφαρα ή οι μύες του ματιού ή να αφαιρεθεί ουλώδης ιστός ή και μέρος του οφθαλμικού κόγχου. Η επέμβαση μπορεί να διορθώσει την εμφάνιση των ματιών, να καταπραΰνει την ξηροφθαλμία, να βελτιώσει την όραση και να καταπραΰνει την πίεση στο οπτικό νεύρο, αποτρέποντας την απώλεια της όρασης. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να αυξήσει την επιτυχία της αγωγής που θα γίνει στον ασθενή», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.