Ανεπανόρθωτα έχει βλάψει τον ψυχισμό των παιδιών και των εφήβων της Γερμανίας η καραντίνα που επιβλήθηκε στους πολίτες λόγω του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από επιστήμονες της ψυχικής υγείας, διαπιστώθηκε ότι στην πανδημία του κορωνοϊού με τα περιοριστικά μέτρα που την συνόδευσαν καταγράφηκε δραματική αύξηση ψυχικών ασθενειών στα παιδιά.
Οι επιστήμονες φαίνονται πλέον να συμφωνούν ότι, ειδικά η καραντίνα που επιβλήθηκε κατά το δεύτερο μισό της πανδημίας, είχε ως βασικά θύματά της τα παιδιά σχολικής ηλικίας.
Τα συμπτώματα που εμφάνισαν τα παιδιά και οι έφηβοι κατά την διάρκεια των περιοριστικών μέτρων λόγω κορωνοϊού, αφορούν διατροφικές διαταραχές, προβλήματα στον ύπνο, κατάθλιψη, υπερβολικό στρες αφορούν όλο και πιο συχνά παιδιά που έμειναν επί εβδομάδες και μήνες μακριά από το σχολείο και τους φίλους τους.
Όπως αναφέρει έρευνα του πρώτου καναλιού της δημόσιας τηλεόρασης ARD, έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, η ζήτηση από γονείς για παιδοψυχολόγους αυξήθηκε κατά 60%, ενώ ο αριθμός των παιδιών που χρειάζονται ειδική υποστήριξη ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά θεωρείται «ανησυχητικά μεγάλος».
Τα κορίτσια πλήττονται περισσότερο
Ιδιαίτερα φαίνεται ότι πλήττονται τα κορίτσια 15-17 ετών, ενώ ειδικά η συχνότητα διάγνωσης διατροφικών διαταραχών σε παιδιά και εφήβους έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 51%.
Σύμφωνα επίσης με πρόσφατη έρευνα, ένας στους δέκα νέους 14-29 ετών λαμβάνει σήμερα θεραπεία για ψυχικές διαταραχές. «Αυτοί οι αριθμοί, για τα άτομα σχολικής ηλικίας, μπορούν ξεκάθαρα να αποδοθούν στο κλείσιμο των σχολείων», δηλώνει στο ARD o Γιούλιαν Σμιτς, καθηγητής παιδικής και εφηβικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ο οποίος, μέσα από την αξιολόγηση εθνικών και διεθνών μελετών, διαπιστώνει την σύνδεση: «Όσο περισσότερο παρέμεναν κλειστά τα σχολεία, τόσο αυξανόταν και ο αριθμός των παιδιών με ψυχολογικά προβλήματα».
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι πολλά προβλήματα διαπιστώνονται με χρονική καθυστέρηση, γεγονός το οποίο εξηγεί και γιατί σήμερα παρατηρείται τόσο μεγάλη ζήτηση για στήριξη από ειδικούς.
Τα παιδιά, μακριά από τις σχολικές αίθουσες, έχασαν αναπτυξιακά βήματα, όπως η κατάκτηση της γλώσσας, όταν μιλούμε για μικρότερες ηλικίες, ενώ υπάρχουν κενά σε εμπειρίες κοινωνικής συμπεριφοράς, τα οποία δεν είναι πλέον εύκολο να καλυφθούν. «Υπάρχει υστέρηση στην ανάπτυξη σε πολλά παιδιά», σημειώνει ο Τόμας Φίσμπαχ, πρώην πρόεδρος της Επαγγελματικής Ένωσης Παιδιάτρων.
Το ερώτημα που απασχολεί το τελευταίο διάστημα την επιστημονική κοινότητα αλλά και την πολιτική στην Γερμανία είναι το κατά πόσον το κλείσιμο των σχολείων απέφερε αποτελέσματα που τελικά να το δικαιολογούν. Ο κ. Σμιτς υποστηρίζει πάντως ότι «τα παιδιά θυσιάστηκαν προκειμένου να έχουν πιο φυσιολογική ζωή οι ενήλικες» και σημειώνει ότι υπήρχαν άλλες δυνατότητες, όπως π.χ. η τηλεργασία για τους ενηλίκους, προκειμένου τα παιδιά να εξακολουθούν να πηγαίνουν στο σχολείο, κάτι που επέλεξε ως μέτρο η Ελβετία.
Το ARD αναδεικνύει ακόμη το παράδειγμα της Σουηδίας, με τον επιδημιολόγο ‘Αντερς Τέγκνελ να τονίζει ότι η χώρα του βασίστηκε περισσότερο στην ατομική ευθύνη των πολιτών και μόνο οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων έμειναν στο σπίτι. «Γνωρίζαμε ότι το κλείσιμο των σχολείων θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα σχετικά με την εξάπλωση της νόσου. Δεν άξιζε τον κόπο για μας», εξηγεί ο σουηδός επιστήμονας. Στην Σουηδία πέθαναν σημαντικά περισσότεροι άνθρωποι από κορονοϊό σε σχέση με την Γερμανία, αλλά κατά το δεύτερο και το τρίτο κύμα οι αριθμοί εξισορροπήθηκαν.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αναθέσει σε Ειδική Επιτροπή Ψυχιατρικής την αξιολόγηση των συνεπειών από το κλείσιμο των σχολείων κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός προγραμμάτισε την ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας με 4 δισεκατομμύρια ευρώ, για περισσότερο προσωπικό και αύξηση των αμοιβών, αλλά μόνο 70 από τις 377 υγειονομικές αρχές σε εθνικό επίπεδο προσφέρουν ψυχιατρικές υπηρεσίες για παιδιά και εφήβους, επικρίνει ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, Ματίας ‘Αλμπερς.
Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η αύξηση των ειδικών ψυχοθεραπευτών προβλέπεται και στην προγραμματική συμφωνία των κυβερνητικών κομμάτων, η κατάσταση, σύμφωνα με την υγειονομική υπηρεσία της Κολωνίας, δεν έχει αλλάξει σημαντικά, με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να χρειάζεται συχνά να περιμένουν ακόμη και έξι μήνες για διάγνωση.
«Όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος αναμονής, τόσο πιθανότερο είναι τα συμπτώματα να καταστούν χρόνια και να μπορούν να διορθωθούν μόνο έπειτα από μακροχρόνια και επίπονη προσπάθεια», προειδοποιεί η Επιτροπή. Το πρόβλημα πλήττει ασφαλώς περισσότερο ευάλωτες ομάδες πολιτών, όπως οι μετανάστες ή οι φτωχότερες οικογένειες. Σε αυτό το πλαίσιο, το ομοσπονδιακό υπουργείο Υγείας έχει ανακοινώσει ότι επεξεργάζεται νόμο για την ενίσχυση της υγειονομικής περίθαλψης σε επίπεδο δήμων και κοινοτήτων, με στόχο και την δικαιότερη κατανομή των δυνατοτήτων.
Σε μέχρι πρότινος απόρρητα έγγραφα του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ», τα οποία αποδεσμεύθηκαν έπειτα από αγωγή του διαδικτυακού περιοδικού «Multipolar», αποκαλύπτεται το παρασκήνιο των αποφάσεων για δραστικό περιορισμό των κοινωνικών επαφών κατά την διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα με το περιοδικό, ήταν οι πολιτικοί και όχι οι επιστήμονες εκείνοι που έκριναν ότι η αξιολόγηση του κινδύνου έπρεπε την άνοιξη του 2020 να γίνει «υψηλή» από «μέτρια».
Με βάση αυτή την αξιολόγηση ελήφθησαν και όλα τα μέτρα που ακολούθησαν. Στο δεύτερο lockdown, τον Δεκέμβριο του 2020, το Ινστιτούτο επεσήμαινε ότι «τα lockdown συχνά έχουν πιο σοβαρές συνέπειες από τον ίδιο τον Covid», ενώ στις 4 Δεκεμβρίου 2020 η ομάδα κρίσης του RKI είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «τα σχολεία δεν αυξάνουν σημαντικά τον αριθμό των κρουσμάτων». Ο τότε υπουργός Υγείας Γενς Σπαν έχει στο μεταξύ παραδεχθεί ότι το κλείσιμο των σχολείων «ήταν σοβαρό σφάλμα». Στο βιβλίο του «Πρέπει να συγχωρέσουμε πολλά ο ένας στον άλλον», ο κ. Σπαν ζητά συγγνώμη από τα παιδιά και τις οικογένειές τους και περιγράφει μαθητές, φοιτητές και νέους ως «τα κύρια θύματα της πολιτικής του lockdown».
Την περασμένη εβδομάδα, μια σύντομη είδηση στο SWR από το Λουντβιχσχάφεν-Χέμσχοφ της Ρηνανίας – Παλατινάτου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην Γερμανία: Πέρυσι, 39 από τους 126 μαθητές της α’ τάξη κρίθηκε ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για προβιβασμό στην β΄τάξη. Φέτος, 44 από τα 149 παιδιά θα μείνουν επίσης στην α’ τάξη.
Βασικός λόγος θεωρούνται οι ελλείψεις στην γερμανική γλώσσα, καθώς η πλειοψηφία των μαθητών έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο και στο σπίτι δεν μιλάει γερμανικά. Επιπλέον, λόγω και της πανδημίας, πολλά παιδιά δεν έχουν φοιτήσει σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγείο. Διευκρινίζεται πάντως ότι στο Δημοτικό οι μαθητές δεν μπορούν να μείνουν στην ίδια τάξη, υπάρχει ωστόσο η σύσταση των δασκάλων προς τους γονείς, οι οποίοι μπορούν να αποφασίσουν για την επανάληψη της τάξης.