Μία νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι η επίδραση της θερινής ώρας στην υγεία της καρδιάς είναι ελάχιστη.
Η θερινή ώρα στοχεύει να συγχρονίσει τις κοινωνικές και εργασιακές δραστηριότητες με τις πιο φωτεινές ώρες της ημέρας για εξοικονόμηση ενέργειας, μειώνοντας την εξάρτηση από τον τεχνητό φωτισμό.
Σε μια πανεθνική μελέτη που μελέτησε τις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ που εφαρμόζουν την αλλαγή ώρας, οι ερευνητές ανέλυσαν πάνω από 36 εκατομμύρια ενήλικες. Χρησιμοποιώντας ένα προηγμένο στατιστικό μοντέλο, διερεύνησαν πιθανές συνδέσεις μεταξύ της αλλαγής σε θερινή ώρας και του κινδύνου σοβαρών καρδιαγγειακών προβλημάτων, όπως έμφραγμα και εγκεφαλικό.
Η μελέτη επικεντρώθηκε συγκεκριμένα στις εβδομάδες που ακολούθησαν την κάθε αλλαγή ώρας, οπότε και τα ρολόγια είτε ρυθμίζονται προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω κατά μία ώρα.
“Εξετάσαμε πέντε χρόνια σε όλες τις ΗΠΑ και αυτό που βρήκαμε είναι ότι είναι απίθανο να υπάρχει κλινικά σημαντική διαφορά στην καρδιαγγειακή υγεία λόγω της αλλαγής ώρας”, δήλωσε ο Benjamin Satterfield, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Καθ’ όλη την περίοδο της μελέτης, παρατηρήθηκαν συνολικά 74.722 ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάντα τόσο κατά τη διάρκεια της εαρινής όσο και της χειμερινής αλλαγής ώρας.
Ως ανεπιθύμητο καρδιαγγειακό συμβάν ορίζεται η νοσηλεία με κύρια διάγνωση καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιακή ανακοπή.
“Αυτά τα καρδιαγγειακά συμβάντα είναι κοινές παθήσεις υγείας, επομένως αυτό οδήγησε στο ερώτημα εάν αυξάνονται ή όχι τις εβδομάδες αμέσως μετά την κάθε αλλαγή ώρας στο έτος”, είπε ο δρ. Satterfield.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τη Δευτέρα και την Παρασκευή που ακολούθησαν την εαρινή μετάβαση της θερινής ώρας, σημειώθηκε ελαφρά αύξηση στα ποσοστά καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Ωστόσο, όταν εξετάστηκαν όλα τα δεδομένα, αυτή η αύξηση δεν ήταν κλινικά σημαντική.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει κανένας επιτακτικός λόγος για αλλαγή του συστήματος ώρας με βάση ανησυχίες που σχετίζονται με την υγεία της καρδιάς.
“Όταν λαμβάνονται αποφάσεις για την κατάργηση της θερινής ώρας, δεν χρειάζεται να ληφθούν υπόψη ανησυχίες σχετικά με την υγεία της καρδιάς”, δήλωσε ο δρ. Bernard J. Gersh, καρδιολόγος και ανώτερος συγγραφέας της μελέτης.