Επιστήμονες από τις ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι που εκτίθενται επί χρόνια στην ατμοσφαιρική ρύπανση των οχημάτων είναι πιθανότερο να φέρουν στον εγκέφαλό τους ορισμένες αλλοιώσεις, οι οποίες σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι αλλοιώσεις αυτές είναι οι πλάκες του β-αμυλοειδούς, μίας πρωτεΐνης που συσσωρεύεται στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ.
Η σχετική μελέτη έδειξε ότι ηλικιωμένοι που είχαν δωρίσει μετά θάνατον τον εγκέφαλό τους στην επιστήμη, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να φέρουν τέτοιου είδους πλάκες όταν ζούσαν επί τουλάχιστον έναν χρόνο σε περιοχές με αυξημένα επίπεδα ρύπων από τα οχήματα.
Όσοι είχαν την υψηλότερη έκθεση επί τουλάχιστον 3 χρόνια πριν τον θάνατό τους, διέτρεχαν κατά 87% μεγαλύτερο κίνδυνο να φέρουν αυτού του είδους τις πλάκες.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι τα σωματίδια από την ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζουν τις πλάκες β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, λένε οι ερευνητές.
Η νέα μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Neurology. Όπως γράφουν οι επιστήμονες, εξέτασαν δείγματα εγκεφαλικού ιστού 224 ατόμων. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 76 έτη, κατά μέσον όρο.
Οι επιστήμονες εξέτασαν τα επίπεδα δύο παθολογικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλό τους. Η μία ήταν το β-αμυλοειδές και η άλλη η πρωτεΐνη ταυ (tau). Οι παθολογικές συσσωρεύσεις και των δύο αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νόσου Αλτσχάιμερ.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν την ατμοσφαιρική ρύπανση στον τόπο κατοικίας των θανόντων. Όλοι τους ζούσαν στην Ατλάντα των ΗΠΑ ή σε προάστιά της.
Όσο υψηλότερη ήταν η ατμοσφαιρική ρύπανση, τόσο περισσότερες ήταν οι πλάκες του β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο των θανόντων. Μάλιστα αυτό ήταν ανεξάρτητο από το αν είχαν κληρονομικότητα για Αλτσχάιμερ ή όχι.
Στην πραγματικότητα, όσοι δεν έφεραν το γονίδιο της νόσου Αλτσχάιμερ, το APOE e4, είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν ύποπτες αλλοιώσεις στον εγκέφαλό τους.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ρύπανση, συμβάλλουν στην ανάπτυξη νόσου Αλτσχάιμερ. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για ασθενείς χωρίς γενετικό κίνδυνο», δήλωσε η επιβλέπουσα ερευνήτρια και επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory, της Ατλάντας.