Θα πρέπει να γίνει γνωστό πώς στους ανθρώπους που έχουν υποστεί εγκεφαλικό, ο κίνδυνος δεύτερου επεισοδίου είναι μεγάλος.
Υπολογίζεται ότι περίπου 70.000 άνθρωποι στη Γερμανία παθαίνουν κάθε χρόνο επαναλαμβανόμενο εγκεφαλικό, συχνά με σοβαρές επιπτώσεις.
Οι γνωστοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενου εγκεφαλικού επεισοδίου, είναι κυρίως η υψηλή αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα και η υπερχοληστερολαιμία, δηλαδή τα αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα.
Εκτιμάται ότι η βελτίωση του ελέγχου αυτών των παραγόντων κινδύνου, θα μπορούσε να αποτρέψει περίπου τα μισά από τα επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά επεισόδια. Για την επίτευξη της βέλτιστης πρόληψης του εγκεφαλικού ωστόσο, είναι απαραίτητη η μακροχρόνια φροντίδα των εξωτερικών ασθενών.
Σε μια μεγάλης κλίμακας μελέτη, ομάδες ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Würzburg και το Νοσοκομείο Ludwigshafen διερεύνησαν εάν ο κίνδυνος υποτροπών εγκεφαλικού επεισοδίου μπορεί να μειωθεί με ένα δομημένο πρόγραμμα παρακολούθησης εξωνοσοκομειακών ασθενών.
Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κλινικής Επιδημιολογίας και Βιομετρίας στο Julius-Maximilians-Universität Würzburg (JMU), το Νοσοκομείο Ludwigshafen διεξήγαγε τη μελέτη με τίτλο «Πρόγραμμα περιπατητικής μετα-εγκεφαλικής φροντίδας σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό στη Γερμανία».
Στόχος του έργου ήταν η βελτίωση της μακροχρόνιας περίθαλψης των ασθενών μετά από εγκεφαλικό και, κατά συνέπεια, η μείωση του κινδύνου υποτροπής, καθώς και η επίτευξη καλύτερης ποιότητας φροντίδας των εξωνοσοκομειακών ασθενών.
Για το σκοπό αυτό, θεσπίστηκε ένα πρόγραμμα μετέπειτα φροντίδας, το οποίο περιλάμβανε τακτικά ραντεβού των ασθενών με εξειδικευμένη θεραπευτική ομάδα που κάλυπτε διάφορες πτυχές της φροντίδας εγκεφαλικού. Επιπλέον, δημιουργήθηκε ένα ολοκληρωμένο τοπικό δίκτυο θεραπείας που αποτελείται από θεραπευτές και ειδικούς από διάφορους κλάδους και άλλους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 2.791 ασθενείς σε 30 συνεργαζόμενα νοσοκομεία και μονάδες εγκεφαλικού στη νότια και δυτική Γερμανία.
Ο Δρ. Christopher Schwarzbach, συντονιστής του έργου SANO και ιατρός στη Νευρολογική κλινική του Δημοτικού Νοσοκομείου Ludwigshafen, και ο καθηγητής Armin Grau, πρώην διευθυντής του Νευρολογικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου Ludwigshafen που ξεκίνησε τη μελέτη, ανέφεραν ότι «στο πλαίσιο του προγράμματος SANO, θα μπορούσε να επιτευχθεί βελτιωμένος έλεγχος συγκεκριμένων παραγόντων αγγειακού κινδύνου, ωστόσο, η παρακολούθηση ενός έτους δεν έδειξε ακόμη μείωση του κινδύνου υποτροπών εγκεφαλικού επεισοδίου. Άλλες επιδράσεις του προγράμματος SANO στον κίνδυνο πτώσεων, κατάθλιψης και άλλων συνεπειών ενός εγκεφαλικού, καθώς και στην ποιότητα ζωής των πασχόντων, πρέπει επίσης να αξιολογηθούν».
Ο καθηγητής Peter Heuschmann, πρόεδρος του Ινστιτούτου Κλινικής Επιδημιολογίας και Βιομετρίας, προσθέτει:
«Χάρη στη μεγάλη δέσμευση όλων των εμπλεκομένων -σε κεντρικό επίπεδο αλλά και στον συντονισμό και την αξιολόγηση-, μπορέσαμε να εκτελέσουμε τη μελέτη SANO με επιτυχία παρά τους περιορισμούς της πανδημίας του κορωνοϊού. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι πολύπλοκες μελέτες παρέμβασης μπορούν να διεξαχθούν και να αξιολογηθούν επιτυχώς με τη συμμετοχή πολλών διαφορετικών ιδρυμάτων στη συνήθη φροντίδα στη Γερμανία».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση The Lancet Neurology.