Οι γαστρεντερίτιδες είναι κοινές το καλοκαίρι λόγω της αύξησης των παθογόνων μικροοργανισμών στα τρόφιμα εξαιτίας της επί μακρόν παραμονής τους σε ευνοϊκές για αυτά θερμοκρασίες εξωτερικού περιβάλλοντος ή της πλημμελούς τήρησης κανόνων υγιεινής.
Η μόλυνση ενός ατόμου μπορεί να συμβεί από την κατανάλωση τροφίμων ή ροφημάτων που παρασκευάζονται σε κακές συνθήκες υγιεινής, καθώς και μέσω της επαφής με μολυσμένες επιφάνειες.
Οι ιογενείς γαστρεντερίτιδες προκαλούνται από διάφορους ιούς (ροταϊούς, νοροϊούς, αδενοϊούς, σαποϊούς, αστροϊούς) και είναι πολύ συχνές. Μόνο οι νοροϊοί, που είναι η πιο συχνή αιτία τους (ευθύνονται για το σχεδόν 50% των κρουσμάτων), προκαλούν κάθε χρόνο οξεία γαστρεντερίτιδα σε τουλάχιστον ένα στα 20 άτομα στον γενικό πληθυσμό.
Συμπτώματα
Τα κύρια συμπτώματα είναι διάρροια και έμετος. Ωστόσο οι πάσχοντες μπορεί να παρουσιάσουν και άλλα, όπως ναυτία, πονοκέφαλο, πόνο και κράμπες στην κοιλιά, μυϊκούς πόνους. Σε σπάνιες περιπτώσεις αναπτύσσεται πυρετός, ο οποίος συνήθως είναι χαμηλός.
Η γαστρεντερίτιδα προκαλεί φλεγμονή στο στομάχι και στα έντερα, με τον οργανισμό να ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά του εμέτου και της διάρροιας για να απαλλαγεί από τον υπαίτιο ιό.
Μετάδοση
Οι ιοί που προκαλούν γαστρεντερίτιδα επιβιώνουν έως και 72 ώρες στις επιφάνειες. Επιπλέον, ένας ασθενής είναι μεταδοτικός από τη στιγμή που αρχίζει να νιώθει άρρωστος έως τουλάχιστον τρεις ημέρες μετά την ανάρρωσή του. Τα συμπτώματα κατά κανόνα αρχίζουν 1-2 μέρες μετά τη μόλυνση. Συνήθως διαρκούν 1-2 μέρες, αλλά μπορεί να επιμείνουν περισσότερο, αναλόγως με τον ιό που προκαλεί τη γαστρεντερίτιδα. Επειδή όμως οι ιοί αυτοί είναι πολύ μεταδοτικοί, συνιστάται στους ασθενείς όλων των ηλικιών να παραμένουν στο σπίτι έως ότου περάσουν 48 ώρες χωρίς συμπτώματα».
Οξεία γαστρεντερίτιδα
Η οξεία γαστρεντερίτιδα συνήθως είναι καλοήθης κατάσταση. Ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού που είναι ευάλωτες στην αφυδάτωση. Είναι η πιο συχνή επιπλοκή της και παρατηρείται σε άτομα που δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα υγρά και τους ηλεκτρολύτες που χάνουν με τις διάρροιες και τους εμέτους.
Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά (ηλικίες κάτω των 5 ετών), οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, καθώς και όσοι έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό (ανοσοκατεσταλμένοι) δυσκολεύονται κινδυνεύουν περισσότερο από αφυδάτωση, καθώς δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα υγρά. Μελέτες έχουν δείξει πως η αφυδάτωση αρχίζει να προκαλεί συμπτώματα όταν χάσουμε μόλις το 1% του νερού από το σώμα μας. Στα πιθανά συμπτώματα περιλαμβάνονται αρνητικές συνέπειες στην ψυχική διάθεση, την ικανότητα προσοχής, τη μνήμη και τον συντονισμό των κινήσεων.
Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν ξηρότητα στο στόμα, αλλαγή στο χρώμα των ούρων (γίνονται πιο σκούρα από το συνηθισμένο) κ.λπ.
Αν η αφυδάτωση δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως και σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε πολυοργανικές βλάβες, σοκ και κώμα. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή. Αν ένας ενήλικας εκδηλώσει συμπτώματα ύποπτα για σοβαρή αφυδάτωση (όπως επίμονη ζάλη, σημαντική μείωση ή και διακοπή της ούρησης, απώλεια συνείδησης) είναι απαραίτητη η άμεση ιατρική συμβουλή. Το ίδιο ισχύει, όμως, και αν έχει διάρροια ή έμετο με αίμα, συνεχείς εμέτους που καθιστούν αδύνατη την πρόσληψη υγρών ή πυρετό πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου.
Αν τα συμπτώματα της γαστρεντερίτιδας δεν βελτιωθούν σε 1-2 μέρες ή αν ο ασθενής έχει ιστορικό ταξιδιού τις τελευταίες εβδομάδες σε αναπτυσσόμενη χώρα. Όσοι εξάλλου πάσχουν από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα όπως νεφροπάθεια, φλεγμονώδη πάθηση του εντέρου ή ανοσοκαταστολή, πρέπει να επικοινωνούν με τον γιατρό τους με το πρώτο ύποπτο σύμπτωμα γαστρεντερίτιδας.