Ο καρκίνος του παγκρέατος παραμένει νόσος επιθετική που η διάγνωσή της συχνά γίνεται σε ήδη προχωρημένο στάδιο. Σήμερα, η ιατρική επιστήμη διαθέτει νέα όπλα και στρατηγικές και η πρόγνωση έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Ο καρκίνος του παγκρέατος, περίπου στους μισούς ασθενείς είναι πολύ συχνά ανεγχείρητος, είτε γιατί έχει προχωρήσει πολύ τοπικά και συμπεριλαμβάνει μεγάλες και κρίσιμες αρτηρίες και φλέβες γύρω από το πάγκρεας, είτε γιατί έχει κάνει μεταστάσεις.
Ο μοναδικός τρόπος να αφαιρεθούν τέτοιοι όγκοι είναι να αφαιρεθούν μαζί του και οι κρίσιμες αυτές αρτηρίες και φλέβες και φυσικά να αντικατασταθούν με μοσχεύματα, ώστε να συνεχιστεί η κανονική λειτουργία τους.
Τέτοιου είδους εγχειρήσεις θεωρούνται οι πιο δύσκολες από οποιαδήποτε άλλη στη χειρουργική της κοιλιάς και γι’ αυτό γίνονται σε πάρα πολύ μικρό αριθμό νοσοκομείων στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Οι εγχειρήσεις αυτές άρχισαν το 2012, και στην Ελλάδα με αφαίρεση και αποκατάσταση της πυλαίας φλέβας. Αποδείχθηκε ότι το προσδόκιμο επιβίωσης σχεδόν τετραπλασιάζεται συγκριτικά με το να μείνει ο όγκος ανεγχείρητος.
Ο κύριος λόγος που αυτοί οι όγκοι θεωρούνται ανεγχείρητοι είναι η ιδιαίτερη δυσκολία και δυνητική επικινδυνότητα της αφαίρεσης μεγάλων φλεβών (πυλαία, μεσεντέρια φλέβα) και αρτηριών (ηπατική, κοιλιακή, μεσεντέρια αρτηρία) εάν δεν υπάρχει μεγάλη, εξειδικευμένη και αποδεδειγμένη εμπειρία με δημοσιευμένα (δηλαδή δημοσίως γνωστά και προσβάσιμα) αποτελέσματα στον ιδιαίτερα απαιτητικό αυτό τομέα.
Η μετατροπή του ανεγχείρητου καρκίνου παγκρέατος σε εγχειρήσιμο βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις άξονες:
Προεγχειρητική χημειοθεραπεία και ριζική εγχείρηση με αφαίρεση των εμπλεκομένων φλεβών ή αρτηριών
Με τις μεθόδους αυτές μετατρέπεται σε εγχειρήσιμο περίπου το ένα τρίτο των ανεγχείρητων καρκίνων και προσφέρεται σε πολύ περισσότερους ασθενείς η μοναδική πιθανότητα μακρότερης επιβίωσης, ή και ίασης. Οι εγχειρήσεις αυτές είναι πολύ απαιτητικές τεχνικά, απαιτούν εμπειρότατη χειρουργική ομάδα και γίνονται σε ελάχιστα νοσοκομεία παγκοσμίως. Με αυτή τη μεθοδολογία επεκτείνεται η επιβίωση του ασθενούς από 4-6 μήνες σε 3 σχεδόν χρόνια (μέσον όρο), ενώ υπάρχουν ασθενείς που έχουν ξεπεράσει τα 5, 6, και 7 χρόνια.