Ο καρκίνος παχέος εντέρου είναι ένα από τα συχνότερα νεοπλάσματα και επιπλέον ένα νεόπλασμα για το οποίο υπάρχει καθιερωμένη μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου.
Η κολονοσκόπηση προτείνεται από όλες τις επιστημονικές εταιρείες ως μέθοδος επιλογής για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου ή τη διάγνωση προκαρκινικών αλλοιώσεων που θα αποτρέψουν την εμφάνιση της νόσου.
Μάλιστα, με βάση τα πρόσφατα δεδομένα που δείχνουν ότι η μέση ηλικία διάγνωσης της νόσου μετατοπίζεται σε νεότερες ηλικίες, η σύσταση από αρκετούς οργανισμούς είναι η έναρξη προσυμπτωματικού ελέγχου με κολονοσκόπηση από την ηλικία των 45 ετών για ασθενείς με τυπικό κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Όπως όμως αναφέρουν οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μιχάλης Λιόντος (Επίκουρος Καθηγητής), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου(Καθηγήτρια), Φλώρα Ζαγουρη (Καθηγήτρια), και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής και Πρύτανης ΕΚΠΑ), πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο έγκυρο περιοδικό New England Journal of Medicineδημιούργησε στην επιστημονική κοινότητα έντονες συζητήσεις για την πραγματική αξία της κολονοσκόπησης ως μεθόδου προσυμπτωματικού ελέγχου για τον κολοορθικό καρκίνο.
Η μελέτη συμπεριέλαβε περίπου 85000 άτομα ηλικίας 55-64 ετών από την Πολωνία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία και τους τυχαιοποίησε σε αναλογία 1:2 είτε να κληθούν για κολονοσκόπηση είτε να έχουν τη συνήθη φροντίδα δηλαδή να μην κάνουν προγραμματισμένα προσυμπτωματικό έλεγχο.
Τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι πραγματικά στην ομάδα της κολονοσκόπησης μειώθηκε μετά από 10 χρόνια παρακολούθησης η πιθανότητα διάγνωσης από καρκίνο παχέος εντέρου αλλά δεν μειώθηκε η πιθανότητα θανάτου από τη νόσο. Επίσης το ποσοστό διάγνωσης πρώιμων και πιο προχωρημένων καρκίνων ήταν το ίδιο και στις δύο ομάδες της μελέτης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δεν πρέπει όμως να μας οδηγήσουν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η κολονοσκόπηση δεν είναι μια αποτελεσματική μέθοδος προσυμπτωματικού ελέγχου. Τα δεδομένα της έρευνας δείχνουν ότι μόνο το 42% όσων κλήθηκαν να κάνουν κολονοσκόπηση στα πλαίσια της μελέτης, τελικά υποβλήθηκαν στην εξέταση. Όταν η ανάλυση περιοριστεί σε αυτόν τον πληθυσμό, η κολονοσκοπηση μειώνει την πιθανότητα διάγνωσης της νόσου κατά 30% και την πιθανότητα θανάτου κατά 50%.
Πέρα όμως από τη χαμηλή συμμετοχή στο σκέλος του προσυμπτωματικού ελέγχου υπάρχουν και ποιοτικά χαρακτηριστικά της μελέτης που προβληματίζουν. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε κολονοσκόπηση χωρίς κάποια καταστολή.
Επιπλέον, τα ποιοτικά κριτήρια αναφορικά με την ενδοσκόπηση όλου του εντέρου και το ποσοστό ανίχνευσης αδενωμάτων δεν εκπληρώθηκαν σε 17% και 28% των συμμετεχόντων ιατρών αντίστοιχα. Οι παράγοντες αυτοί είναι πιθανόν ότι επηρέασαν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προσυμπτωματικού ελέγχου.
Το συμπέρασμα από τα δεδομένα και αυτής της μελέτης είναι ότι η κολονοσκόπηση μειώνει τα ποσοστά διάγνωσης καρκίνου παχέος εντέρου.
Το πρώτο βήμα βέβαια είναι οι ασθενείς να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση καθώς η μελέτη έδειξε ότι το ποσοστό συμμόρφωσης στο γενικό πληθυσμό είναι χαμηλό και χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού.
Το δεύτερο βήμα βέβαια είναι να εξασφαλιστούν τα κριτήρια ποιότητας που απαιτούνται ώστε με την κολονοσκόπηση να αποκομίζουν οι ασθενείς πραγματικό όφελος στην πρόληψη του καρκίνου παχέος εντέρου.