Ο καρκίνος του παγκρέατος βρίσκεται σε έξαρση και θεωρείται επικίνδυνος, καθώς αναπτύσσεται αθόρυβα και συχνά διαγιγνώσκεται τυχαία.
Ομάδα επιστημόνων του δικτύου υγειονομικής περίθαλψης Duke Health, εντόπισαν ένα σύνολο βιοδεικτών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διάκριση μεταξύ των καλοηθών κύστεων και των κακοηθών, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Η σημαντική ανακάλυψη συνιστά ένα πρώτο βήμα προς μια κλινική προσέγγιση για την ταξινόμηση των δυσλειτουργιών στο πάγκρεας, που ενέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο να γίνουν καρκινικές, επιτρέποντας ενδεχομένως την αφαίρεσή τους προτού αρχίσουν να εξαπλώνονται.
Εάν στεφθεί με επιτυχία η προσέγγιση που βασίζεται σε βιοδείκτες, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο εμπόδιο στη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος.
«Ακόμα κι όταν ο καρκίνος του παγκρέατος ανιχνεύεται στο αρχικό του στάδιο, σχεδόν πάντα έχει εξαπλωθεί σε όλο το σώμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στρέψαμε την προσοχή μας σε αυτές τις προκαρκινικές κύστες, γνωστές και ως ενδοπορικό θηλώδες βλεννώδες νεόπλασμα (IPMN).
Οι περισσότερες από αυτές τις κύστες δε θα εξελιχθούν ποτέ σε καρκίνο του παγκρέατος, Διακρίνοντας, όμως, ποιες θα εξελιχθούν, δημιουργούμε μια ευκαιρία να αποτρέψουμε την ανάπτυξη μιας ανίατης νόσου» εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Peter Allen, επικεφαλής του Τμήματος Χειρουργικής Ογκολογίας στο Τμήμα Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Duke.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα εξελιγμένο εργαλείο μοριακής βιολογίας, που ονομάζεται ψηφιακό προφίλ RNA, για να εντοπίσουν συγκεκριμένες περιοχές της κύστης που θεωρούνταν υψηλού και χαμηλού κινδύνου.
Οι προηγούμενες μέθοδοι χαρακτηρισμού των κύστεων δεν ήταν το ίδιο ακριβείς. Αντίθετα, η ψηφιακή χωρική σκιαγράφηση, επιτρέπει στους ερευνητές να επιλέγουν μεμονωμένες ομάδες κυττάρων για ανάλυση.
Με αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να εντοπίσουν ένα πλήθος γενετικών μεταλλάξεων που, είτε τροφοδοτούν, είτε δυνητικά καταστέλλουν την ανάπτυξη του καρκίνου του παγκρέατος.
Εντοπίστηκαν, επίσης, δείκτες για τη διάκριση μεταξύ των δύο κύριων παραλλαγών του νεοπλάσματος IPMN, αλλά και διακριτοί δείκτες για τον καθορισμό μιας τρίτης κοινής παραλλαγής, που γενικά οδηγεί σε λιγότερο επιθετική νόσο.
«Διαπιστώσαμε πολύ διακριτά σημάδια για τις υψηλού βαθμού κυτταρικές ανωμαλίες, καθώς και για τους αργά αναπτυσσόμενους υποτύπους» επεσήμανε ο Δρ. Peter Allen.
«Η έρευνά μας τώρα επικεντρώνεται στην ανεύρεσή του στο υγρό της κύστης. Εάν μπορέσουμε να εντοπίσουμε αυτούς τους μοναδικούς δείκτες στο υγρό της κύστης, θα μπορούσαμε να θέσουμε τις βάσεις για μια πρωτεϊνική βιοψία που θα διευκρινίζει την αφαίρεσή της, προτού ο καρκίνος αναπτυχθεί και εξαπλωθεί» καταλήγει.
Η συγκεκριμένη μέθοδος θα προσφέρει και μεγαλύτερη ακρίβεια, σύμφωνα με τον καθηγητή, καθώς οι τρέχουσες διαγνωστικές στρατηγικές -συμπεριλαμβανομένων των κλινικών, ακτινογραφικών, εργαστηριακών, ενδοσκοπικών και κυτταρολογικών αναλύσεων- έχουν συνολική ακρίβεια περίπου 60%.