Έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό «The Lancet Haematology», διαπίστωσε πως το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού εκτιμάται ότι πάσχει από αναιμία και τα κρούσματα αυξάνονται ραγδαία στις γυναίκες, τις μέλλουσες μητέρες, τα νεαρά κορίτσια και τα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών.
Το 2021 υπολογίζεται ότι 1,92 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως είχαν αναιμία, αριθμός αυξημένος κατά 420 εκατομμύρια σε τρεις δεκαετίες.
Συγκεκριμένα, το 31,2% των γυναικών είχε αναιμία σε σύγκριση με το 17,5% των ανδρών. Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ήταν πιο έντονη στα αναπαραγωγικά έτη, στις ηλικίες 15-49 ετών. Σε αυτήν την ηλικία το 33,7% των γυναικών εμφάνιζε αναιμία, έναντι 11,3% των ανδρών.
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας που εδρεύει στο Σιάτλ, δείχνει ότι μεταξύ του 1990 και του 2021 υπήρξε παγκόσμια μετατόπιση προς λιγότερο σοβαρή αναιμία.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στους ενήλικες άνδρες, με βραδύτερους ρυθμούς προόδου στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και στα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών.
«Από αυτήν την 30ετή μελέτη γνωρίζουμε ότι η παγκόσμια εικόνα γύρω από την αναιμία έχει βελτιωθεί, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες σχετικά με τη γεωγραφία, το φύλο και την ηλικία», επισημαίνει ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Αναισθησιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, Νικ Κέισεμπαουμ.
Οι ερευνητές μοντελοποίησαν 37 υποκείμενες αιτίες για την αναιμία. Η ανεπάρκεια σιδήρου είναι η κύρια αιτία της αναιμίας, η οποία αποτελούσε το 66,2% των συνολικών περιπτώσεων αναιμίας. Ωστόσο, πολλές άλλες καταστάσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες αναιμίας.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναικολογικές διαταραχές και η μητρορραγία ήταν σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην επιβάρυνση της αναιμίας στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Για τα παιδιά κάτω των πέντε ετών η κύρια αιτία αναιμίας ήταν η διατροφική έλλειψη σιδήρου, αλλά και ασθένειες, όπως οι αιμοσφαιρινοπάθειες, μολυσματικές ασθένειες, ο HIV/AIDS και η ελονοσία σε γεωγραφικές περιοχές όπου (αυτές οι ασθένειες) είναι διαδεδομένες.
Η μελέτη υπογραμμίζει πώς η θεραπεία των υποκείμενων αιτιών της αναιμίας (όπως ελονοσία, χρόνια νεφρική νόσος, τροπικές ασθένειες) είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα.
«Η αναιμία εξελίσσεται διαφορετικά ανάλογα με την ομάδα που παλεύει με την πάθηση. Στα παιδιά η αναιμία μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου και τη διανοητική κατάσταση, οπότε η έγκαιρη θεραπεία και διαχείριση είναι ζωτικής σημασίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας, πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, τρόφιμα ή και λήψη θεραπείας για παρασιτικές λοιμώξεις και ελονοσία», επισημαίνει η επιστημονική συγγραφέας στο Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας, Τερέζα Μακχιούζ.
Η ίδια προσθέτει ότι «για πολλές νεαρές γυναίκες και κορίτσια υπάρχει έλλειψη εκπαίδευσης σχετικά με την απώλεια αίματος κατά την έμμηνο ρύση, ανεπαρκείς επιλογές για την αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων της έμμηνου ρύσεως και όχι αρκετές γνώσεις σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης ή και αναστροφής της αναιμίας όταν εμφανίζεται. Γνωρίζουμε ότι η αναιμία μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία, επειδή η συναφής αδυναμία και η κόπωση μπορούν να επηρεάσουν τις επιθυμητές δραστηριότητες».
Το 2021 τα περισσότερα κρούσματα σημειώθηκαν στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια Ασία. Οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό αναιμίας ήταν το Μάλι, η Ζάμπια και το Τόγκο.
Οι περιοχές με τα χαμηλότερα ποσοστά αναιμίας ήταν η Αυστραλασία, η Δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, με την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Μονακό να έχουν τα λιγότερα κρούσματα.