Μια νέα γερμανική μελέτη, διαπίστωσε πως το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, η κοινή νευροπάθεια, μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα καρδιακής ανεπάρκειας στους ηλικιωμένους.
Στη μελέτη συμμετείχαν 164.000 ηλικιωμένοι άνω των 60 ετών με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, την πάθηση που προκαλεί πόνο, αδυναμία και μούδιασμα στο χέρι και τον καρπό.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι πάσχοντες είχαν σχεδόν 50% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια.
Σύμφωνα με τον επιδημιολόγο και συγγραφέα της μελέτης Karel Kostev, δεν αποδεικνύεται σχέση αιτίας και αποτελέσματος και τα ευρήματα δεν πρέπει να προκαλέσουν πανικό στους ασθενείς με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα.
«Πρόκειται για δύο διαγνώσεις πολύ διαφορετικές και δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ τους. Προς το παρόν, δεν υπάρχει λόγος να ελέγχεται κάποιος για καρδιακή ανεπάρκεια με βάση μόνο το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα» ή οποιαδήποτε άλλη φλεγμονώδη νόσο που αφορά ένα άκρο.
Η συσχέτιση των δύο παθήσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή είναι και οι δύο σχετικά κοινές αλλά και δυνητικά σοβαρές.
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα επηρεάζει το 3-6% των ενηλίκων, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακής Ιατρικής.
«Πρόκειται για μια επώδυνη διαταραχή του χεριού, που προκαλείται από πίεση στο μέσο νεύρο καθώς αυτό διέρχεται μέσα από μια στενή δίοδο στο καρπό λόγω φλεγμονής», σημείωσε ο Kostev.
Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη δυσλειτουργία των χεριών, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπεδικών Χειρουργών.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, πάνω από έξι εκατομμύρια Αμερικανοί πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια.
Η πάθηση αναπτύσσεται όταν η καρδιά δεν αντλεί αρκετό αίμα για τις ανάγκες του σώματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αναπτύσσεται αργά και εμφανίζεται σε ηλικιωμένους. Αν δεν αντιμετωπιστεί, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Η σύνδεση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα και της καρδιακής ανεπάρκειας δεν είναι νέα. Καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2019 σε μελέτη Δανών επιστημόνων.
Για να διερευνήσουν περαιτέρω τη σχέση, ο Kostev και οι συνεργάτες του, εξέτασαν περίπου 82.000 Γερμανούς που διαγνώστηκαν για πρώτη φορά με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μεταξύ 2005 και 2020 και ίδιο αριθμό ανθρώπων χωρίς σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα.
Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες είχαν μέση ηλικία 53 ετών, ενώ περίπου τα δύο τρίτα ήταν γυναίκες.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για περίπου μια δεκαετία για να εντοπιστεί ποιοι ασθενείς διαγνώστηκαν και με καρδιακή ανεπάρκεια.
Δεν παρατηρήθηκε κάποια συσχέτιση των δύο καταστάσεων στους ασθενείς κάτω των 60 ετών, αν και όπως παρατήρησε ο Kostev, είναι δύσκολο να γίνει αξιολόγηση αυτού του ευρήματος δεδομένου ότι η καρδιακή ανεπάρκεια είναι πολύ σπάνια στους νεότερους ασθενείς.
Διαπιστώθηκε ωστόσο, σαφής κίνδυνος στους ασθενείς 60 ετών και πάνω. Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, το 6,2% των ασθενών χωρίς σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα διαγνώστηκαν τελικά με καρδιακή ανεπάρκεια, έναντι ποσοστού 8,4% των ασθενών με το σύνδρομο.
Ο συσχετισμός κινδύνου ήταν παρόμοιος για άνδρες και γυναίκες, υποδηλώνοντας ότι οι ηλικιωμένοι με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μπορεί να αντιμετωπίζουν περίπου 50% μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια από τους ηλικιωμένους που δεν έχουν τη συγκεκριμένη νευροπάθεια.
Το γιατί παραμένει άγνωστο, αλλά σύμφωνα με μία εκδοχή, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μπορεί να αποτελεί πρώιμο σύμπτωμα μιας ασθένειας που ονομάζεται αμυλοείδωση.
Πρόκειται για μια σπάνια ασθένεια που εμφανίζεται όταν μια πρωτεΐνη που ονομάζεται αμυλοειδές συσσωρεύεται στα όργανα, αναγκάζοντας τα να υπολειτουργούν.
Δεδομένου όμως ότι «δεν συνδέεται κάθε περίπτωση συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα με αμυλοείδωση και ότι κάθε αμυλοείδωση δεν προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια», ο Kostev είπε ότι η συγκεκριμένη θεωρία μπορεί να μην εξηγεί πλήρως τη σύνδεση που εντόπισαν οι ερευνητές.
Ακόμα κι έτσι, ο πιθανός ρόλος της αμυλοείδωσης μπορεί να είναι σημαντικός, σημείωσε ο Δρ. Gregg Fonarow, διευθυντής του Κέντρου Καρδιομυοπάθειας Ahmanson-UCLA στο Λος Άντζελες, ο οποίος εξέτασε τα ευρήματα.
Σημείωσε ότι η αμυλοείδωση είναι «μια υπο-αναγνωρισμένη» αιτία καρδιακής ανεπάρκειας που συχνά διαγιγνώσκεται σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο μεταξύ των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο Fonarow σημείωσε ότι προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι οι ασθενείς με αμυλοείδωση «μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα περίπου 5 έως 15 χρόνια πριν από την καρδιακή ανεπάρκεια και τη διάγνωσή της».
Μια διάγνωση συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα θα μπορούσε να είναι ένας χρήσιμος πρώιμος δείκτης πιθανής αύξησης του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στις 12 Ιουλίου στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Network Open.