Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το ΤΕΦΑΑ του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με θέμα τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας στην Ελλάδα, διαπιστώθηκε ότι η καθιστική ζωή κοστίζει κάθε χρόνο 130 εκατομμύρια ευρώ στη χώρα.
Όπως αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς», Δρ Γιάννης Κουτεντάκης, «η άναρχη αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού αλλά και η βελτίωση της τεχνολογίας έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της σωματικής υποκινητικότητας.
Έτσι, το ποσοστό του πληθυσμού που παρουσιάζει έντονα φαινόμενα υποκινητικότητας έχει αυξηθεί από 54% το 2002 σε 68% το 2018, με δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον. Υπολογίζεται ότι στα επόμενα 20 χρόνια ελάχιστες εργασίες θα απαιτούν ιδρώτα κατά την εκτέλεσή τους. Αυτή όμως η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνδέεται –μεταξύ πολλών άλλων– και με τη συχνότητα εμφάνισης όλων σχεδόν των μη μεταδιδόμενων ασθενειών».
Η εκτόξευση του κόστους την προηγούμενη 20ετία
«Επομένως, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον τα υψηλά επίπεδα υποκινητικότητας μεταφράζονται σε οικονομικό κόστος για τη χώρα» αναφέρει επίσης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Δρ Ανδρέας Φλουρής, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAME Lab στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, «πανελλαδική ανάλυση που έγινε στο Εργαστήριό μας ανέδειξε τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας στην Ελλάδα. Για τα έτη 2000-2010 το κόστος αυτό ήταν 1,13 δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο 2011-2019 αυξήθηκε στα 1,07 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,2 δισ. ευρώ για την εικοσαετία 2000-2019».
«Ο υπολογισμός των οικονομικών επιπτώσεων της υποκινητικότητας ήταν μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία» εξηγεί ο Σωτήρης Χαρμπάς, ένας από τους συντελεστές της μελέτης.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, «ακολουθήσαμε αναγνωρισμένη διεθνώς μεθοδολογία η οποία συνδέει την υποκινητικότητα με τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες, δηλαδή τις καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, το διαβήτη, καθώς και τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου.
Κατά το έτος 1990 συνολικά 859 χιλιάδες Έλληνες εμφάνιζαν αυτές τις ασθένειες, ενώ αυτό αυξήθηκε στα 1,48 εκατομμύρια άτομα το 2019. Πολλές μελέτες τις τελευταίες δεκαετίες έχουν δείξει ότι ένας μεγάλος αριθμός των ανθρώπων αυτών νοσούν επειδή τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητάς τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλά για αρκετά χρόνια».
Ο Δρ Φλουρής προσθέτοντας εξηγεί ότι «συγκεκριμένα, βρήκαμε ότι το ετήσιο κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία ήταν 90 εκατ. ευρώ το έτος 2000 και αυξήθηκε σταδιακά κάθε χρόνο, φτάνοντας τα 131 εκατ. ευρώ το έτος 2019».
«H δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Υποκινητικότητας κρίνεται απαραίτητη. Το εν λόγω παρατηρητήριο θα συλλέγει στοιχεία σε ετήσια βάση για τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας και θα υλοποιεί δράσεις με σκοπό την εξάλειψή της», εξηγεί ο Δρ Κουτεντάκης.
Υπογραμμίζει δε ότι «το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας θα έχει σημαντικό όφελος στην ελληνική κοινωνία, επιτυγχάνοντας μείωση στην καθιστική συμπεριφορά η οποία, εν συνεχεία, θα μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης των κορυφαίων μη μεταδοτικών ασθενειών».
Ο Δρ Φλουρής υπογραμμίζει τέλος, ότι «αν κατά το έτος 2019 η υποκινητικότητα είχε εξαλειφθεί, η ελληνική οικονομία θα είχε επιπλέον οικονομικούς πόρους για να καλύψει αρκετές από τις ανάγκες της στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εθνικής άμυνας.
Για παράδειγμα, κάθε χρόνο θα μπορούσαν να καλυφθούν τα έξοδα για 39 νέα σχολεία, ή 1 νέο νοσοκομείο, ή 180 νέα κρεβάτια ΜΕΘ, ή 202 πυροσβεστικά οχήματα, ή 50.000 γεύματα σε άπορους και άστεγους συνανθρώπους μας», όπως τονίζει χαρακτηριστικά.