Μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη επιβεβαίωσε πώς οι άνθρωποι που βιώνουν σε συνεχή βάση υψηλά επίπεδα θορύβου από αυτοκίνητα, τρένα ή αεροπλάνα, είναι πιθανότερο να πάθουν έμφραγμα, σε σχέση με όσους ζουν σε πιο ήσυχες περιοχές.
Σε παρόμοιες εκτιμήσεις έχουν καταλήξει ανάλογες μελέτες στην Ευρώπη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ιατρικής Άμπελ Μορέιρα του Τμήματος Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Rutgers του Νιου Τζέρσι, οι οποίοι έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 16.000 ανθρώπους που νοσηλεύθηκαν λόγω εμφράγματος.
Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τα επίπεδα χρονίου θορύβου στα οποία είχαν εκτεθεί στον τόπο διαμονής τους εξαιτίας εγγύτητας του σπιτιού τους σε μεγάλο δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή ή αεροδρόμιο (μέσος όρος θορύβου άνω των 65 ντεσιμπέλ ή κάτω των 50 ντεσιμπέλ μέσα στη μέρα). Το επίπεδο θορύβου των 65 ντεσιμπέλ είναι παρόμοιο με μια δυνατή συνομιλία ή με γέλια.
Εκτιμήθηκε ότι το 5% των νοσηλειών για έμφραγμα -ή το ένα περιστατικό στα 20- μπορούσε να συσχετισθεί με τα αυξημένα επίπεδα θορύβου έξω από το σπίτι. Διαπιστώθηκε ότι τα εμφράγματα ήταν κατά 72% περισσότερα στα μέρη με αυξημένο θόρυβο από τις μεταφορές.
«Ως καρδιολόγοι έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε για τους πολλούς παραδοσιακούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου όπως το κάπνισμα, η υπέρταση ή ο διαβήτης. Αυτή η μελέτη και άλλες δείχνουν ότι ίσως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σχετικά με τη ρύπανση του αέρα και την ηχορύπανση ως επιπρόσθετους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Όταν οι άνθρωποι μιλάνε για τη ρύπανση, συνήθως έχουν στο νου τους τα σωματίδια στον αέρα ή στο νερό. Όμως υπάρχουν και άλλες μορφές ρύπανσης και η ηχορύπανση είναι μία από αυτές», δήλωσε ο δρ Μορέιρα.
Μολονότι η νέα μελέτη δεν εξέτασε τους βιολογικούς μηχανισμούς που συνδέουν την ηχορύπανση με τα εμφράγματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο θόρυβος μπορεί να προκαλέσει χρόνιο στρες, διαταραχές του ύπνου και συναισθηματικό στρες όπως άγχος και κατάθλιψη, που μπορούν να έχουν επίπτωση στην καρδιαγγειακή υγεία.
Το χρόνιο στρες είναι γνωστό ότι επιφέρει ορμονικές αλλαγές που συνδέονται με τη χρόνια φλεγμονή και τις βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία.
Επιπλέον, η διαβίωση κοντά σε δρόμους, γραμμές τρένων και αεροδρόμια σημαίνει επίσης μεγαλύτερη έκθεση σε εξατμίσεις και άλλες μορφές ρύπανσης της ατμόσφαιρας, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
«Η ρύπανση του αέρα και ο θόρυβος πάνε χέρι-χέρι. Το ερώτημα είναι πόση επίπτωση οφείλεται στη ρύπανση από τα σωματίδια και πόση στον θόρυβο;», ανέφερε ο Μορέιρα.
Ανάμεσα στις παρεμβάσεις που προτείνουν οι ερευνητές, είναι η καλύτερη εφαρμογή των κανονισμών για την αποφυγή των θορύβων, κατασκευές που μπλοκάρουν τον θόρυβο από τα διερχόμενα οχήματα ή τρένα, νέοι κανόνες για τα αεροδρόμια, λάστιχα χαμηλού θορύβου στα οχήματα, καλύτερη ηχομόνωση των κτιρίων κ.α.
Οι θόρυβοι στις ευρωπαϊκές πόλεις
Μια δεύτερη επιστημονική μελέτη ερευνητών του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας (ISGlobal) της Βαρκελώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνές περιβαλλοντικό περιοδικό «Environment International», μελέτησε στοιχεία θορύβου από τους δρόμους σε 749 ευρωπαϊκές πόλεις.
Κατέληξε στην εκτίμηση ότι σχεδόν 60 εκατομμύρια ενήλικες εκτίθενται σε ανθυγιεινά επίπεδα θορύβου από τα οχήματα. Αν τηρούνταν τα όρια θορύβου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τότε εκτιμάται ότι θα αποφεύγονταν πάνω από 3.600 θάνατοι μόνο από ισχαιμική καρδιακή νόσο.
Η μελέτη υπολόγισε ότι σχεδόν οι μισοί (48%) άνθρωποι άνω των 20 ετών στην Ευρώπη εκτίθενται σε επίπεδα θορύβου πάνω από τις συστάσεις του ΠΟΥ (έως 53 ντεσιμπέλ κατά μέσο όρο στη διάρκεια του 24ώρου). Το ποσοστό του εκτιθέμενου πληθυσμού εκτιμάται σε περίπου 30% στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, 41% στη Λισαβόνα, 44% στη Μαδρίτη, 46% στην Κοπεγχάγη, 61% στη Ρώμη, 63% στο Όσλο, 67% στο Παρίσι και 87% στη Βιέννη.
Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 11 εκατομμύρια ενήλικες στην Ευρώπη ενοχλούνται σοβαρά από τους θορύβους της κίνησης των οχημάτων, δυσκολευόμενοι να κοιμηθούν, να διαβάσουν, να εργασθούν, να ηρεμήσουν ή να επικοινωνήσουν, γεγονός που αυξάνει το χρόνιο στρες τους και κατ’ επέκταση τους κινδύνους για την υγεία τους.