Ο ανεπαρκής ή διακοπτόμενος ύπνος μπορεί να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από το ιστορικό καπνίσματος σε ασθενείς με προοδευτική πνευμονοπάθεια, σύμφωνα με μια μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του UC San Francisco.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για ασθενείς με ΧΑΠ (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια), ο ανεπαρκής ύπνος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο έξαρσής τους έως και 95% σε σύγκριση με εκείνους με καλό ύπνο.
Κατά τη διάρκεια μιας τριετούς περιόδου, οι ερευνητές κατέγραψαν «εξάρσεις», που ορίζονται ως βραχυπρόθεσμη επιδείνωση των συμπτωμάτων που απαιτούν θεραπεία, και σύγκριναν τη συχνότητα εμφάνισής τους με αυτοαναφερθέντα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα του ύπνου.
Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι εξάρσεις, οι οποίες εκδηλώνονται στην επιδείνωση της δύσπνοιας και του βήχα, μπορεί να προκαλέσουν μη αναστρέψιμη πνευμονική βλάβη και να επιταχύνουν την εξέλιξη και τη θνησιμότητα της νόσου.
Πώς διεξήχθη η μελέτη;
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 1.647 ασθενείς που είχαν εγγραφεί στην εθνική, πολυκεντρική μελέτη SPIROMICS, οι οποίοι είχαν επιβεβαιώσει τη ΧΑΠ. Η μελέτη παρακολούθησε την εξέλιξη της νόσου και αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα των θεραπειών.
Τα ευρήματα εμφανίζονται στο διαδίκτυο στο περιοδικό SLEEP που έχει αξιολογηθεί από ομοτίμους στις 6 Ιουνίου 2022.
Τα ευρήματα μπορεί να εξηγήσουν εν μέρει γιατί οι Αφροαμερικανοί ασθενείς με ΧΑΠ τείνουν να τα καταφέρνουν χειρότερα από τους λευκούς ασθενείς, εξήγησε ο Aaron Baugh, MD, κλινικός συνεργάτης στο Τμήμα Πνευμονικής, Κρίσιμης Φροντίδας, Αλλεργίας και Ύπνου του UCSF και στο Ινστιτούτο Καρδιαγγειακής Έρευνας.
«Οι Αφροαμερικανοί ζουν σε γειτονιές χαμηλού εισοδήματος, όπου οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να έχουν καλή ποιότητα ύπνου. Μπορεί να ζουν σε πολυσύχναστους χώρους με πολλούς συγκάτοικους και να μην έχουν άνετες συνθήκες ύπνου (πχ. να κοιμούνται σε έναν καναπέ). Επίσης, μπορεί να εργάζονται σε βάρδιες», δήλωσε ο Baugh.
«Η έρευνα δείχνει ότι η στέρηση ύπνου συνδέεται με πτώση των αντισωμάτων που καταπολεμούν τις λοιμώξεις και των προστατευτικών κυτοκινών», πρόσθεσε ο Baugh.
Στην αρχή της μελέτης, η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 65 ετών και το μέσο στάδιο της νόσου ήταν μέτριο. Το 80% των συμμετεχόντων ήταν λευκοί και το 14% Αφροαμερικανοί.
Οι συμμετέχοντες ήταν όλοι νυν ή πρώην καπνιστές που υποβλήθηκαν σε τουλάχιστον μία αξιολόγηση ύπνου όταν ξεκίνησε η μελέτη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες με καλό ύπνο, εκείνοι στο βασικό επίπεδο του κακού ύπνου είχαν 25% αυξημένη πιθανότητα έξαρσης μέσα στο επόμενο έτος, αυξάνοντας σε σχεδόν 95% μέσα στο επόμενο έτος για όσους έχουν τον χειρότερο ύπνο.
«Ενώ παράγοντες όπως η ασφαλιστική κάλυψη υγείας ή οι αναπνευστικοί κίνδυνοι μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη σοβαρότητα της νόσου, ο κακός ύπνος μπορεί να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν βελτιωθεί η κοινωνική κατάσταση των Αφροαμερικανών», δήλωσε ο Baugh.