Μια νέα επιστημονική μελέτη, διαπίστωσε ότι η θερμοκρασία του καρπού σχετίζεται με μελλοντικό κίνδυνο ανάπτυξης πολλών παθήσεων.
«Τα ευρήματα υποδεικνύουν τη δυνατότητα να συνδυάσουμε τη σύγχρονη τεχνολογία με την παρακολούθηση της υγείας με ένα νέο τρόπο», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας Δρ. Carsten Skarke, επίκουρος καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή Perelman στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
«Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι φορούν έξυπνα ρολόγια, τα οποία έχουν αισθητήρες θερμοκρασίας δέρματος. Στο μέλλον, αυτές οι πληροφορίες μπορεί να αξιοποιηθούν ως ψηφιακός βιοδείκτης για την κατανόηση του κινδύνου ανάπτυξης συγκεκριμένων παθήσεων και την επιλογή θεραπείας ή προληπτικής φροντίδας» πρόσθεσε.
Η συνεχής παρακολούθηση της θερμοκρασίας του καρπού μπορεί να ρίξει «φως» στον μελλοντικό κίνδυνο παθήσεων, όπως ο διαβήτης τύπου 2, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η ηπατική νόσος και η νεφρική ανεπάρκεια.
Οι διαταραγμένοι ρυθμοί θερμοκρασίας έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με παθήσεις, όπως το μεταβολικό σύνδρομο και ο διαβήτης.
Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 92.000 ενήλικες που είχαν εγγραφεί στη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου και οι οποίοι φορούσαν αισθητήρες που παρακολουθούσαν τις αλλαγές στις θερμοκρασίες του καρπού τους για μία εβδομάδα.
Οι αισθητήρες κατέγραφαν τις αλλαγές του κιρκάδιου ρυθμού από το πρωί ως το βράδυ και τη συμπεριφορά ύπνου-αφύπνισης σε συνδυασμό με την επίδραση περιβαλλοντικών συνθηκών, όπως η μείωση της θερμοκρασίας του πυρήνα του σώματος κατά τον ύπνο.
Tα ευρήματα έδειξαν ότι τα υψηλότερα και τα χαμηλότερα σημεία στην καμπύλη της θερμοκρασίας του καρπού, συνδέονται με την κατάσταση της υγείας.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας του σώματος συνδέονται με έως 73 διαφορετικές παθήσεις.
Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες με μικρότερη διαφορά ημέρας-νύχτας στις τιμές, διέτρεχαν μελλοντικό κίνδυνο για αυτές τις νόσους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν 91% υψηλότερο κίνδυνο για μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος, 69% αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, 25% αυξημένο κίνδυνο νεφρικής ανεπάρκειας, 23% υψηλότερο κίνδυνο για υπέρταση, καθώς και 22% υψηλότερο κίνδυνο για πνευμονία.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Communications.